Τετάρτη, Νοεμβρίου 29, 2006

Husbands and Wives (ζευγάρι 4)


Δημήτρης και Δήμητρα


Η ώρα ήταν περασμένες δέκα, στο τραπέζι είχαν μαζευτεί πια τα πιάτα, τ’ άπλυτα ξεχείλιζαν στην κουζίνα, τόσο που φάγανε, τέσσερις καλεσμένοι και κάνανε για δέκα, και μετά λένε πως οι Αμερικάνοι δεν τρώνε πολύ για βράδυ, παραμύθια της Χαλιμάς, όχι μόνο έφαγαν τα πάντα, αλλά δεν έλεγαν και να φύγουν. Και γιατί να 'φευγαν; Το φαγητό ήταν υπέροχο, το κρασί άφθονο κι εξαιρετικό, στο στερεοφωνικό έπαιζε όμορφη μουσική, κι απ’ το παράθυρο έμπαινε απρόσκλητη η μυρωδιά της γλυκιάς φθινοπωρινής νύχτας.

Και, βέβαια, ήταν κι η Δήμητρα. Τι απλή κι ωραία γυναίκα, ντυμένη κομψά και προκλητικά μαζί, τώρα κάποιος αντικειμενικός παρατηρητής, παρατηρήτρια ιδίως, θα ‘λεγε κακόγουστα και προκλητικά, δεν πειράζει όμως, όλα, σε τελική ανάλυση, είναι θέμα γούστου κι εδώ ο καθένας έχει τις προτιμήσεις του, με κόκκινα μάγουλα απ’ το ποτό, χαρά κι αγαλλίαση να την κοιτάς, κι όσο από πιο κοντά τόσο καλύτερα, κι ας είναι η ματιά αδιάκριτη, έστω και ξεδιάντροπη, α, αυτό είναι γενναιόδωρο κορίτσι, δεν κρατάει τα θέλγητρά της μόνο για τον εαυτό της και τον σύζυγο, όχι σα τις δικές τους, τις ξινές κι ανυπόφορες, που για να τις ακουμπήσεις πρέπει πρώτα να ξεφυλλίσεις το γαμήλιο συμβόλαιο και να συμβουλευτείς και τον δικηγόρο σου, αλλιώς ούτε συ δεν ξέρεις σε τι δίκες μπορείς να μπλέξεις και πόσο να σου κοστίσει ένα χάδι, κι αυτό μισό, ευτυχώς που δεν είχαν έρθει μαζί τους, βλέπετε, τόσο επαγγελματίες πια, ούτε σ΄ ένα ολιγοήμερο ταξίδι δεν ευκαιρούσαν να τους συνοδέψουν, δεν πειράζει όμως, άλλο που δεν ήθελαν κι αυτοί, από ευγένεια το ‘χαν προτείνει κι έτρεμαν μην ακούσουν ναι.

Αλλά, ας γυρίσουμε στη Δήμητρα, με τι χάρη κρατάει το ποτήρι της, ίσως βέβαια να ‘χει πιει λίγο παραπάνω αλλά δεν πειράζει, ποτέ άλλωστε δεν πειράζει όταν πίνουν οι γυναίκες των άλλων, η δική μας μόνο να προσέχει, και πώς παίζει με τον πρύτανη του φημισμένου αυτού αμερικάνικου πανεπιστημίου, σα ποντίκι στα δόντια της τον κρατά η ελληνίδα αυτή γάτα, άνθρωπο τόσο σεβαστό κι ισχυρό στην πατρίδα του, και, μπράβο της, με τα ελάχιστα αγγλικά της, κι αυτά με λάθος προφορά, να μη το βάζει κάτω, και να 'χει άποψη για τα πάντα, την παγκοσμιοποίηση, το μεσανατολικό, την αθανασία της ψυχής, τα μεταλλαγμένα, τα διαστημικά ταξίδια, τι κι αν δεν λέει σοφίες, το θάρρος κι η προσπάθεια μετράνε, σε τέτοιες στιγμές δεν περιμένουμε βέβαια ν’ ακούσουμε τον Βιττγκενστάιν με τον Πόππερ ν’ αγορεύουν στο Κέμπριτζ, αφήστε που κι αυτοί, αν ήταν υποχρεωμένοι να μιλήσουν ελληνικά, είναι αμφίβολο αν θα βγάζαμε νόημα, εδώ καλά καλά δεν βγάλαμε ούτε κι όταν ο διάλογος έγινε στ’ αγγλικά, κι αν δεν με πιστεύετε διαβάστε το βιβλίο και τα λέμε μετά.

Αυτά σκέφτεται ο πρύτανης, όσο όμως κι αν προσπαθεί δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της, κι ιδίως απ’ το πλούσιο ντεκολτέ της, θαρρείς ότι σε λίγο θα μπει ολόκληρος μέσα στο στήθος της, κι αν βρεθεί σε τέτοιο μαγευτικό περιβάλλον ποιος ξέρει και τι άλλες ιδέες θα του περάσουν απ’ το μυαλό, και θα ‘ναι τότε δικαιολογημένος, όλοι οι άντρες θα δείξουμε κατανόηση, γι αυτό είναι να μη γίνει η αρχή, και πόσο εκείνη δείχνει να το απολαμβάνει, να ‘ναι άραγε τυχαίο που η φιλοξενία σ’ αυτά τα εδάφη αναπτύχθηκε, τώρα καταλαβαίνει γιατί τόσοι και τόσοι δεν ξεκόλλαγαν απ' την Πηνελόπη, κι εκείνη η κολόνια κράτησε είκοσι χρόνια.

Από δίπλα ο Δημήτρης, επίσημος οικοδεσπότης, τραγικός ήρωας στον άχαρο ρόλο του, ανάμεσα σε μπουκάλια που πρέπει ν’ ανοίγει, ποτήρια που έχει αναλάβει να γεμίζει, ερωτήσεις που του ζητούν ν’ απαντήσει και κλεφτές ματιές όλο νόημα που οι συνάδελφοί του νομίζει πως ρίχνουν πάνω του από καιρό σε καιρό, είναι έτοιμος να σκάσει, συνεχώς σκέφτεται τη γυναίκα του, γιατί να πίνει, αφού ξέρει πως δεν αντέχει το κρασί, δυο τρία ποτηράκια της φτάνουν για να χάσει κάθε έλεγχο, τόσες φορές της το ‘χει πει, άλλες τόσες έχουν γίνει ρεζίλι, κι αυτή επιμένει, και βρήκε σήμερα τη μέρα, μπροστά στον καθηγητή που τον είχε αναλάβει όταν πρωτοπήγε στο εξωτερικό, τι ντροπή Θεέ μου, τώρα μπορεί να γελούν και να χαίρονται, ήξερε όμως αυτός τι θάψιμο είχε να πέσει όταν το αλκοόλ θα 'χει φύγει, κι η Δήμητρα θα 'χει ξεθωριάσει, έχουν κι οι πανεπιστημιακοί τα κουσούρια τους, κι ας είναι κι Αμερικάνοι, με τι μούτρα θα τους ξαναδεί, κι είναι κι εκείνο το συνέδριο τον άλλο μήνα στη Γερμανία, πολύ νωρίς για να 'χουν ξεχάσει.

Σηκώνεται, ανοίγει κι άλλο το παράθυρο να φύγουν οι καπνοί, πάει στην κρεβατοκάμαρα των παιδιών, μένει να τα κοιτάζει που κοιμούνται σαν αγγελούδια, δακρύζει, σκέφτεται την ιστορία που είχε με τη Δέσποινα, πάλι καλά που τέλειωσε χωρίς η γυναίκα του να μάθει τίποτε, αυτό μας έλειπε τώρα. Γυρνάει πίσω, οι εκλεκτοί του καλεσμένοι τον περιμένουν ανυπόμονοι, το είπαμε, δεν καλείς κοτζάμ πρύτανη του διάσημου αμερικάνικου πανεπιστημίου και τρεις καθηγητές σπίτι σου για να τους παρατήσεις μόνους τους, όσο κι αν, από ώρα, το μόνο πρόσωπο που αυτοί βλέπουν είναι η Δήμητρα.

Πώς προέκυψε η συγκέντρωση αυτή; Μα, ξέρετε, όταν έχεις σπουδάσει στο εξωτερικό, έχεις γίνει διδάκτορας ξακουστού πανεπιστημίου, έχεις μάλιστα αξιωθεί να διδάξεις σ’ αυτό, έχεις γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους, έχεις κληθεί σε συνέδρια, έχεις γυρίσει τον κόσμο με έξοδα άλλων, έχεις δει κείμενά σου δημοσιευμένα σε ξένα περιοδικά, έχεις φιλοδοξίες, ε, αν τα φέρει η ζωή και γυρίσεις στην πατρίδα σου, ενταχθείς στην πανεπιστημιακή κοινότητα και θελήσεις να κρατήσεις τις διεθνείς σου επαφές, έχεις κι υποχρεώσεις. Κι ο Δημήτρης δεν θα μπορούσε να ‘ναι εξαίρεση. Γεννημένος το 1952, απόφοιτος του Φυσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου κι άριστος φοιτητής, δεν δυσκολεύτηκε να βρει υποτροφία για την Αμερική, ακόμη δεν είχαν αρχίσει τα πανεπιστήμιά της να κατακλύζονται από Ινδούς, Κινέζους και διάφορους άλλους απίθανους, υπήρχε χώρος για τους Ευρωπαίους, έστω και Βαλκάνιους.

Έμεινε εκεί δέκα χρόνια, πήρε το διδακτορικό του, έκανε κι άλλες σπουδές, κι ακόμη άλλες, όλα πια ήθελε να τα μάθει, δίδαξε στο πανεπιστήμιο, όπως έλεγε το σόι του, πρόκοψε. Και ξαφνικά, εκεί που όλοι τον είχαν ξεγράψει για τον τόπο μας, μερικοί μάλιστα περίμεναν να τον δουν να παίρνει και το Νόμπελ, ή, τέλος πάντων, κάποιο σοβαρό βραβείο, γύρισε πίσω. Για λόγους που δεν μάθαμε ποτέ. Κι ούτε θα μάθουμε. Όσο γι αυτά που κατά καιρούς ακούγονται, για έναν άτυχο έρωτα με μια μεγαλύτερη γυναίκα, η οποία, με τη σειρά της, είχε αναλάβει να τον μυήσει στον κόσμο των αληθινών ηδονών, τον τόσο οικείο σε μας, α, γι αυτό είμαι σίγουρος, άγνωστο όμως στον Δημήτρη της εποχής, που, μέχρι τότε, εξερευνούσε μόνο τον κόσμο των ηλεκτρονίων, ποτέ δεν έγινε δυνατόν να επαληθευθούν, και καλύτερα, τέτοια θέματα πρέπει να μένουν, για πάντα, τυλιγμένα σε πέπλο μυστηρίου, που γίνεται ακόμη πιο πυκνό όταν οι ιστορίες αυτές υποτίθεται πως έγιναν σε μακρινές χώρες, μ' ανθρώπους που ούτε το σχήμα τους δεν μπορούμε να φανταστούμε.

Γύρισε λοιπόν ο Δημήτρης στην πατρίδα, και, αναπόφευκτο ακούγεται, γνώρισε, από κοντά, την ελληνική πραγματικότητα, την ελληνική διοίκηση, το ελληνικό πανεπιστήμιο. Κι από πιο κοντά, όσο πιο κοντά γίνεται, τη Δήμητρα, δεκαπέντε χρόνια νεότερή του, που μόλις είχε διορισθεί καθηγήτρια γυμνασίου. Για να μεταδώσει στα παιδιά τις γνώσεις που ποτέ δεν απέκτησε. Αφού, όσο σπούδαζε, άλλα ήταν τα ενδιαφέροντά της, νέο κι όμορφο κορίτσι, πώς να της το καταλογίσουμε, άλλωστε, το ‘χουμε ξαναπεί, ένα πτυχίο δίνουν τα ελληνικά πανεπιστήμια, γι αυτό τον σκοπό έχουν ιδρυθεί και γι αυτό δεν ακουμπάμε το άρθρο 16, ούτε τα πυρηνικά απόβλητα δεν αντιμετωπίζονται με τόση δυσπιστία, κι όποιος θέλει να μάθει και κάτι σχετικό με την επιστήμη του ας κοπιάσει μόνος του, δεν είναι δυνατόν να το φροντίζουμε κι αυτό, τόσα προβλήματα έχει το έθνος, το 'πε κι ο αδικοχαμένος ο Τζων Κένεντυ, ας μην ρωτάμε τι μπορεί να κάνει η πατρίδα για μας αλλ’ εμείς για την πατρίδα, μπορεί και γι αυτό να τον έφαγαν.

Κι έτσι η Δήμητρα πήγαινε κάποιες ώρες στο σχολείο, όχι πολλές, μη φοβάστε, δίδασκε τη διδακτέα ύλη όπως την έπαιρνε απ' το υπουργείο, δεν έκανε δεύτερη σκέψη, μάλλον δεν έκανε ούτε καν πρώτη, κάπου είχε διαβάσει κι ότι η πολλή σκέψη φέρνει ρυτίδες, άρα κι η λίγη κακό κάνει, έτσι δεν λένε και για το τσιγάρο; Μερικά ιδιαίτερα τ' απογεύματα συμπλήρωναν το εισόδημα, α, όλα κι όλα, η Δήμητρα, κόρη ιδιωτικού υπαλλήλου και νοικοκυράς, ήθελε, πάνω απ’ όλα, να ‘ναι ανεξάρτητη, κι αυτό δεν μπορούμε να της το καταλογίσουμε.

Με τον Δημήτρη συναντήθηκαν στο σπίτι ενός φίλου, συμμαθητή του απ' το Γυμνάσιο. Ο Δημήτρης μόλις είχε γυρίσει απ' την Αμερική, είχε διορισθεί αναπληρωτής στο πανεπιστήμιο, έγλυφε τις πληγές του, προσπαθούσε να ξεχάσει τον άτυχο έρωτά του, αν βέβαια δεχθούμε ότι αυτός υπήρξε, και, περισσότερο, να ξαναενταχθεί σε μιαν Ελλάδα που έβρισκε αγνώριστη. Γιατί αυτή η χώρα έτσι είναι, αν την αφήσεις για καιρό ξεμαθαίνεις, ειδικά αν φύγεις για τον πολιτισμένο κόσμο, και μετά πρέπει ν’ αρχίσεις απ' την αρχή, κι αυτό, συνήθως, δεν προκαλεί χαρά, αλλά μεγάλη ενόχληση κι αμηχανία.

Κι εκεί που ο Δημήτρης καθόταν μόνος του στη γιορτή εκείνο το βράδυ, ντυμένος με τ' απλά του ρούχα και τ' αμερικάνικό του ύφος, κι αναρωτιόταν αν έκανε καλά που γύρισε, πρόσεξε το νέο αυτό κορίτσι που γελούσε, έπινε, κάπνιζε, και φορούσε μια φούστα που όμοια δεν θυμόταν να ‘χει δει ποτέ, τόσο έπρεπε να κάνει κανείς προσπάθεια να την ξεχωρίσει, όχι πως κι η μπλούζα της πήγαινε πίσω, πάλευε με το στήθος που έπρεπε να καλύψει κι είχε χάσει τον αγώνα, κι ευτυχώς. Και, γύρω της, σμήνη τ’ αρσενικά, έτοιμα λες να σκοτωθούν για να την αποκτήσουν, κάποιες φορές σκέφτεσαι ότι ‘ναι πολύ φρέσκος ο πολιτισμός και πολύ βαθιά τα ένστικτα που προσπαθεί να δαμάσει.

Τον μάγεψε, τόσο εξωτική του φάνηκε, αχ, πόσο ειρωνικό ακούγεται, συμβαίνει όμως κάποτε στους άλλους να μας έλκουν τα στοιχεία που αργότερα μας απωθούν, σε τι άλλαξε η φουκαριάρα η Δήμητρα απ' τη Δήμητρα που ξεκίνησε την ιστορία μας, ίδια παρέμεινε, η ματιά του Δημήτρη είναι που άλλαξε, αλλ' αυτό είναι δικό του πρόβλημα, μόνο που το κατάλαβε αργά. Πλησίασε, κατάφερε ν’ ανοίξει δρόμο, να της μιλήσει, ήταν γι αυτή το διαφορετικό που έψαχνε, παράτησε τον σωρό, του χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελο που ‘χε δει, πέρασαν την υπόλοιπη βραδιά μιλώντας, έφυγαν μαζί.

Σε λίγους μήνες η Δήμητρα έμεινε έγκυος. Λογικό ακούγεται, περίσσευε το πάθος, το ζευγάρι ήταν τρελά ερωτευμένο και, τόσα χρόνια στην Αμερική, ο Δημήτρης είχε ξεχάσει πόσο γόνιμα είναι στην πατρίδα τα κορίτσια, ειδικά όταν όχι μόνο ποθούν κάποιον, αλλά και θέλουν να τον παντρευτούν, τρελαίνονται τότε τα ωάρια, μπερδεύονται κι οι ημερομηνίες, η έλξη δεν συμβαδίζει με προγραμματισμό, κάτι μαγικό γίνεται, ξέρει η φύση, ας μην ανακατευόμαστε στα σχέδιά της.

Παντρεύτηκαν. Σε λίγο έκαναν το κοριτσάκι. Και, μετά από τρία χρόνια, και τ’ άλλο κοριτσάκι. Η οικογένεια μεγάλωσε, ο έρωτας όμως είχε αρχίσει να μικραίνει, να φυλλορροεί, να χάνεται. Κι ήταν πραγματικά κρίμα, γιατί, για κάποιο περίεργο λόγο, ίσως επειδή ήταν άνθρωποι τόσο αντίθετοι, το ζευγάρι ταίριαζε, συμπλήρωνε ο ένας τον άλλον, ακουμπούσε στις αρετές του,ξαπόσταινε, αγαπιόταν. Ειδικά ο Δημήτρης, κι αν δεν έκανε προσπάθειες να κρατήσει τη δάδα του έρωτα αναμμένη. Γιατί η Δήμητρα, όπως είπαμε, του άρεσε. Την ποθούσε, την ήθελε, τη διεκδικούσε. Δεν έβρισκε, βέβαια, και πολλά πράγματα να συζητήσει μαζί της, αλλ' ένιωθε να τη χρειάζεται, κι όχι μόνο σεξουαλικά. Μιας όμως που το αναφέραμε, πρέπει να πούμε, κι ας μην έχουμε, δυστυχώς, προσωπική αντίληψη, ότι, στον τομέα αυτό, όχι και τόσο δευτερεύοντα για πολλούς από μας, και πάντως όχι για τον Δημήτρη, η Δήμητρα ήταν εξαιρετική. Από κάθε άποψη. Και, για κάμποσο χρόνο, το πέτυχε.

Το δεύτερο όμως παιδί ήταν πολύ μεγάλη μπουκιά. Και, μαζί μ’ αυτό, το πακέτο της έγγαμης ζωής άρχισε να βαραίνει εξαιρετικά. Όπως, συνήθως, συμβαίνει όταν τα μικρά, αδιόρατα, γλυκά και χαριτωμένα σπαγκάκια, με τα οποία η ζωή δένει δυο ανθρώπους, σιγά σιγά και για τους δικούς τους λόγους μεταμορφώνονται σ' αλυσίδες. Χωρίς απαραίτητα να φταίει κάποιος. Ή ακριβώς επειδή φταίει, άντε τώρα να βγάλεις άκρη σε τέτοια θέματα, εδώ τόσοι και τόσοι συγγραφείς δεν το μπόρεσαν, ποιοι είμαστε 'μείς.

Το ζευγάρι στέγασε την ευτυχία του στο διαμέρισμα που 'χαν αγοράσει για τη Δήμητρα οι δικοί της. Διαμέρισμα με πέντε ολόκληρα δωμάτια και δύο μπάνια, όπως είχε πει με καμάρι στον Δημήτρη ο πεθερός του, τη μέρα του γάμου, πόσοι γονείς μπορούν πια να προικίζουν έτσι τα παιδιά τους, αν ήξερε μόνο τι θυσίες είχαν κάνει όλ’ αυτά τα χρόνια. Δωμάτια που όμως, με τον καιρό, αποδείχθηκαν λίγα. Γιατί, στο ένα κοιμόταν το ζεύγος, το άλλο το πήραν τα παιδιά, κι ευτυχώς που ήταν και τα δυο κορίτσια, στο τρίτο στρίμωξαν τη Γεωργιανή που τα κρατούσε, το τέταρτο έγινε σαλόνι και τραπεζαρία μαζί και το πέμπτο, το μικρότερο, το παρακατιανό, ο ημιυπαίθριος που ‘χε κλείσει παράνομα, ποιος τα ψάχνει όμως αυτά, εδώ είναι Βαλκάνια, το είπαμε και πριν, κι όχι εκφυλισμένη Δύση ν' ασχολείται με νόμους και κανόνες, γραφείο του Δημήτρη. Γραφείο δίπλα στο σαλόνι, σχεδόν προέκτασή του. Και δίπλα στην τηλεόραση, κρατείστε αυτή τη λεπτομέρεια.

Γιατί, η Δήμητρα, που 'χε κι αυτή τελειώσει πανεπιστήμιο, συνεχώς πια το ‘λεγε, μπας και δεν το 'χαμε πάρει χαμπάρι, δεν είχε δικό της γραφείο, αν και τόσο το χρειαζόταν. Εγκατέστησε λοιπόν το αρχηγείο της στο σαλόνι, έκανε κατάληψη στο μεγάλο τραπέζι, κρίμα τα λεφτά που τους είχε κοστίσει, σε λίγο το γέμισε γρατζουνιές κι αυτές στο μαόνι δεν κρύβονται με τίποτε, το κάλυψε με βιβλία, γραπτά μαθητών, περιοδικά ποικίλης ύλης, προγράμματα τηλεόρασης, κούπες με καφέ και γεμάτα τασάκια. Και, φυσικά, γύρισε και την τηλεόραση, να βλέπει όταν δουλεύει, τη βοηθούσε, λέει, να σκέφτεται, δεν έκανε απλή γραφική δουλειά, μπορούσε ν' αποδίδει καλύτερα όταν απασχολούσε τα μάτια της με κάτι άλλο, έτσι το μυαλό έμενε ανενόχλητο.

Και σ’ αυτό η Δήμητρα παρέμεινε συνεπής, όλη μέρα έβλεπε. Τα πρωινάδικα. Τα μεσημεριανάδικα. Τ’ απογευματινάδικα. Τα βραδυνιάδικα. Τα σίριαλ. Τις ειδήσεις. Τα ριάλιτι. Τα πάντα, ακόμη και Φελίνι, Μπέργκμαν, Βισκόντι, Χίτσκοκ και, κρατηθείτε, Φασμπίντερ, κατάφερε, μιαν εποχή που δεν την έπαιρνε ο ύπνος, να δει, αν και, όπως έλεγε και βέβαια δεν έχουμε λόγο να μην την πιστέψουμε, οι τύποι αυτοί την ψυχοπλάκωναν, ευτυχώς που σχεδόν όλοι είχαν πεθάνει κι όσοι είχαν ξεμείνει ήταν έτοιμοι για αναχώρηση, κι ακόμη πιο ευτυχώς που οι υπεύθυνοι των καναλιών προβάλλουν τα έργα τους μετά τα μεσάνυχτα, είναι σοβαροί άνθρωποι αυτοί, καταλαβαίνουν πως ο κόσμος έχει προβλήματα, κι η τηλεόραση πρέπει, πάνω απ’ όλα, να ψυχαγωγεί, όχι να σ' οδηγεί στην αυτοκτονία. Και, βέβαια, στις διαφημίσεις η Δήμητρα τηλεφωνούσε. Ακατάπαυστα.

Λίγο πιο κάτω έμεναν τα πεθερικά. Που κάθε τόσο χτυπούσαν το κουδούνι, σιγά μη τηλεφωνήσουν από πριν, αυτά τα ξενόφερτα δεν τα ξέρανε στην οικογένεια, κι έμπαιναν σπίτι κουβαλώντας ταπεράκια με φαγητά, μαγείρισσα σαν την πεθερά δεν είχε περάσει απ΄ τον κόσμο κι η τελευταία που τόλμησε να ρωτήσει την κατσαρόλα της αν είναι καλύτερη εξατμίστηκε. Και, μαζί, ντενεκέδες με λάδι, πορτοκάλια και καρπούζια απ’ το χωριό, χόρτα και κουνουπίδια, ξύλα για το τζάκι, γλάστρες και χώμα για τη βεράντα, γενικά ό,τι βαρύ κι ασήκωτο, κι όλ’ αυτά βέβαια έπρεπε ο Δημήτρης να πεταχτεί να τα φέρει από κάτω, ήταν στο πορτ μπαγκάζ κι ο πεθερός είχε γεράσει, κι έπρεπε να το κάνει τώρα, ακριβώς τη στιγμή αυτή, μετά ας συνέχιζε με τα δικά του, σάμπως και καταλάβαινε κανείς τι διάβαζε;

Και, αν είναι δυνατόν, τέτοιους κουβαλητές δεν τους πετάς έξω μ' ένα ευρώ κι ένα ευχαριστώ, αυτά ισχύουν για τα παιδιά της πιτσαρίας, και σωστά γιατί η πίτσα δεν πρέπει να κρυώσει, έκλεινε λοιπόν η πόρτα κι οι γονείς ήταν απ’ τη λάθος μεριά, έπαιζαν με τα εγγονάκια, και, φυσικά, ξέμεναν και λίγο το βράδυ, ε, να πούνε κι αυτοί καμιά κουβέντα, όλη μέρα μέσα, τι ζωή κι αυτή. Κι αν είχε και τίποτε καλό στην τηλεόραση, να το δούνε κι αυτό. Κι ας είχε δουλειά ο Δημήτρης. Που, βέβαια, δεν μπορούσε ούτε μισή σελίδα να διαβάσει. Αφού, είπαμε, το γραφείο του ήταν σε λάθος θέση. Κι αυτός, όλο και περισσότερο το καταλάβαινε, σε λάθος τόπο. Και με λάθος ανθρώπους. Τελικά, κατέληξε, ήταν κι ο ίδιος λάθος. Το λάθος.

Ο Δημήτρης πήρε την κατηφόρα. ‘Άρχισε να παραμελεί τη δουλειά του, αργούσε να γυρίσει σπίτι, καθόταν στο πανεπιστήμιο όλη μέρα και χάζευε, έβλεπε και τα χάλια εκεί και μαράζωνε, δεν ήθελε πια να κάνει τίποτε, ποιος, ο άνθρωπος που στην Αμερική δεν άφηνε δευτερόλεπτο να πηγαίνει χαμένο, είχε όμως πια καταλάβει το νόημα, η Ελλάδα είναι όχημα γεμάτο λαθρεπιβάτες, το σημαντικό είναι να καταφέρεις, με κάθε τρόπο, να μπεις κι ας μην έχεις μία, θα ταξιδέψεις ήσυχος μέχρι το τέρμα, αρκεί, στη σπάνια περίπτωση που μπει ο ελεγκτής, να καμώνεσαι πως έχεις πληρώσει, κανείς δεν θα το ψάξει περισσότερο, ό,τι δηλώσεις είσαι, δεν λέχτηκε τυχαία αυτό, κι ας άφησες έξω άλλους που ‘χουν πληρώσει δέκα φορές το εισιτήριο, έτσι είναι η ζωή, δεν χαμογελάει σ’ όλους, δεν πειράζει όμως, αρκεί να χαμογελάει σε μας. Κι ας μην το αξίζουμε, αυτά είναι λεπτομέρειες.

Δεν άργησε να συμβεί το αναπόφευκτο. Ο Δημήτρης γνώρισε τη Δέσποινα, συνάδελφο από άλλο τμήμα. Ελάχιστα μικρότερη, παντρεμένη αιώνες, τέως όμορφη, για το τέως βέβαια η ίδια είχε αντίρρηση αλλ’ η κοινή γνώμη είναι που μετράει, δυστυχώς, κι η γνώμη αυτή, όσο μεγαλύτερη είν' η ομορφιά που χάνεται, τόσο πιο χαιρέκακη γίνεται, ματαιωμένη ύπαρξη λοιπόν η Δέσποινα, στις τελευταίες αναλαμπές πριν βασιλέψει για πάντα, κι όλοι ξέρουμε πόσο αποφασισμένη γίνεται μια γυναίκα όταν, κάποτε, φτάνει στο σημείο αυτό. Συνδέθηκαν. Ερωτεύτηκε λοιπόν η Δέσποινα τον Δημήτρη, και πολύ, έτσι τουλάχιστον έλεγε, και ποιοι είμαστε εμείς να διαψεύσουμε την ερωτευμένη καρδιά.

Η Δήμητρα, βέβαια, το κατάλαβε. Γιατί ο Δημήτρης, μπορεί να ήταν καταξιωμένος φυσικός, με τα κινητά όμως δεν είχε καλή σχέση. Και, τα διαβολικά αυτά μηχανήματα, αν δεν προσέξεις, έχουν την κακή συνήθεια να θυμούνται όχι μόνο τις κλήσεις, αλλά και τα μηνύματα που στέλνουν ή δέχονται. Ιδίως όταν αυτά αρχίζουν με τις λέξεις αγάπη μου και τελειώνουν με τις λέξεις μου λείπεις. Έστω κι αν, ενδιαμέσως, δεν γράφουν, όπως όμως έγραφαν τα μηνύματα της Δέσποινας, λαχταρώ την αγκαλιά σου κι όσο σκέφτομαι πως είσαι μ' εκείνη πονάω, ούτε, όπως έγραφαν τα μηνύματα του Δημήτρη, το γυμνό σου κορμί με τρελαίνει, ούτε τόσες άλλες χυδαιότητες, που, βέβαια, ποτέ δεν θ’ αποτυπωθούν εδώ, κι όσοι ελπίζουν ας μη χαίρονται. Όπως δεν θ' αποτυπωθούν κι οι έρευνες που η Δήμητρα έκανε στο κινητό όταν ο Δημήτρης ήταν στο μπάνιο ή κοιμόταν, ούτε η ίδια η Νόκια να 'ταν, δεν είναι αυτό το θέμα μας, θα πούμε μόνο πως, όποιος φιλοδοξεί να 'χει κινητό, πρέπει να μπορεί και να το προστατεύει, και μαζί και τους ανθρώπους του, αλλιώς ας μείνει με το σταθερό, και πολύ του.

Δεν είπε τίποτε. Και, την επόμενη, ακόμη μια μέρα απεργίας, άντε όμως να βγάλεις άκρη με τις απεργίες των εκπαιδευτικών, δεν πρέπει να κάνεις άλλη δουλειά, έφυγε κανονικά για το σχολείο. Και κατέληξε στο σπίτι ενός συναδέλφου, όχι για να διορθώσουν γραπτά, αλλά για να κάνουν έρωτα, δεν νομίζω όμως κανείς να προτιμά το πρώτο όταν του προσφέρεται το δεύτερο, αφήστε που δεν γνωρίζω και κανένα που να προτιμά το πρώτο έστω και χωρίς το δεύτερο. Συνάδελφος, που, από καιρό, τη φλέρταρε. Και που πέρασε ένα ονειρεμένο πρωινό, χωρίς να υποψιάζεται πως για την καλή του τύχη ευθύνεται η Δέσποινα, καθηγήτρια παρακαλώ κι αυτή, αλλά του πανεπιστημίου, έστω κι αναπληρώτρια, στον έρωτα άλλωστε δεν μετράνε οι τίτλοι, έτσι τουλάχιστον λένε, ας μας επιτρέψετε όμως να 'χουμε τις αμφιβολίες μας.

Για ποιο λόγο οι άντρες, ειδικά οι παντρεμένοι, όταν απατούν το ταίρι τους, σχεδόν ποτέ δεν φαντάζονται ότι μπορεί να συμβαίνει, παράλληλα, και το αντίθετο, δεν ανήκει στις ταπεινές φιλοδοξίες αυτού του χώρου, είναι μάλλον αντικείμενο της επιστήμης, κι όποιος μπορέσει να δώσει πειστική απάντηση θα γίνει πλούσιος και διάσημος. Έτσι κι ο Δημήτρης, γεμάτος τύψεις αλλά μη μπορώντας να κάνει πίσω, κοιμόταν, όποτε μπορούσε, με τη Δέσποινα, κι αρκετές φορές, όταν το βράδυ γυρνούσε σπίτι, έφερνε στην καλή του δώρα, λουλούδια, γλυκά, της μιλούσε, την άκουγε, έγινε πιο τρυφερός, ακόμη και τα πεθερικά του κοίταζε μ’ άλλο ύφος.

Η Δήμητρα, αντίθετα, λες και χρόνια εκπαιδευόταν γι αυτό τον ρόλο, συνέχιζε ατάραχη τη ζωή της. Στην οποία, όμως, είχε προστεθεί ένα άτομο. Και, το σπουδαιότερο, χωρίς αυτή να φταίει. Γιατί, όπως ακράδαντα πίστευε, αφού ο Δημήτρης έκανε την αρχή, είχε πάρει πάνω του κι όλη την ευθύνη. Για ό, τι επακολουθούσε. Στον αιώνα των αιώνων, ούτε το μήλο να 'χε φάει. Τι να γίνει, ας πρόσεχε, τόσο μορφωμένος ήταν άλλωστε, αλλά τι να τα κάνεις τα γράμματα όταν δεν έχεις τσίπα και δέχεσαι να σε ξελογιάζει η πρώτη ξεδιάντροπη τυχούσα, και σε τι ηλικία, ντροπής πράγματα, αυτά σκεφτόταν κι έτρεχε, μέσ' την καλή χαρά, να βρει τον καθηγητή της και να χωθεί στην αγκαλιά του.

Τέλος πάντων, οι θλιβερές αυτές ιστορίες δεν κράτησαν πολύ, ο κλέφτης κι ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, το λέει κι ο λαός, κι εμείς στον λαό ανήκουμε. Ο Δημήτρης γύρισε στην αγκαλιά της Δήμητρας κι η Δήμητρα στην αγκαλιά του Δημήτρη, έγινε κι ο Δημήτρης τακτικός καθηγητής κι όλοι χάρηκαν, τώρα άλλοι θα δούλευαν γι αυτόν. Δεν έγιναν, βέβαια, τα πράγματα έτσι απλά, μέχρι και να χωρίσουν σκέφτηκαν, μάλιστα μερικά βράδια που τους έπνιγε η ρουτίνα το συζήτησαν για ώρα, φανταστείτε ότι έκλεισε κι η τηλεόραση, τόσο σοβαρό ήταν το θέμα. Όμως όχι. Διαζύγιο ποτέ, άλλωστε όλα τα ζευγάρια περνάνε από παρόμοιες φάσεις, είναι και τα παιδιά στη μέση, αν βέβαια δεν είχαν παιδιά κανένα πρόβλημα, θα μπορούσαν ίσως και να χωρίσουν, όμως τώρα δεν το συζητάμε, χρειάζονται κι οι δυο γονείς για την ανατροφή τους, και μάλιστα μέσα στο ίδιο σπίτι, δεν θα το κάνουμε εδώ Σουηδία. Και, μετά από κάθε τέτοια συζήτηση, χαρούμενοι κι ανακουφισμένοι, έβγαιναν βόλτα, χέρι χέρι, έτρωγαν έξω, ξαναθυμόντουσαν τα παλιά, αγκαλιάζονταν με ζέστη.

Κι ήταν λίγο μετά την τελευταία τους συζήτηση όταν ο Δημήτρης ανακοίνωσε στη Δήμητρα ότι θα 'ρχονταν στη χώρα φίλοι του καθηγητές, μαζί κι ο πρύτανης, κι η Δήμητρα του πρότεινε να τους καλέσει σπίτι να τους περιποιηθεί, άλλο τα εστιατόρια κι άλλο το σπιτικό φαΐ, πόσο χάρηκε ο Δημήτρης δεν λέγεται.

Ο Δημήτρης κι η Δήμητρα είναι ακόμη μαζί, κι όλοι υποψιαζόμαστε ότι αυτό δύσκολα θ' αλλάξει. Όπως όμως λεν τα παραμύθια, κι όλοι εδώ τα λατρεύουμε, εκείνοι μπορεί να ζουν καλά, εμείς όμως, δεν φαντάζομαι να 'χει κανείς αντίρρηση, ζούμε καλύτερα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006

Husbands and Wives (ζευγάρι 3)


Γιάννης και Γιάννα

Κόντευε να ξημερώσει κι ο καυγάς συνεχιζόταν. Και τι καυγάς, με φωνές, κλάματα, ουρλιαχτά, λυγμούς, βρισιές, έσπασαν και κάτι φλυτζάνια και δεν έπρεπε να πατήσουν τα κομμάτια, τι καλά που το διαμέρισμα είχε διπλά παράθυρα, ο Γιάννης ευλογούσε την ώρα και τη στιγμή που 'χε νοικιάσει σπίτι σε καινούργια κι ακριβή πολυκατοικία, ευτυχώς έβρεχ' έξω δυνατά, ήταν και χειμώνας κι οι γείτονες δεν πρέπει να πήραν και πολύ χαμπάρι, τι κι αν δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα, α, όλα κι όλα, τα προβλήματα πρέπει να παραμένουν μέσα στην οικογένεια, αύριο θα τα βρούμε, σίγουρο είναι, δεν χρειάζεται να ξέρει όλος ο κόσμος τι γίνεται απόψε, πάλι καλά που η πηγή του κακού έφυγε, πότε πρόφτασε να ντυθεί, να πάρει τη τσάντα της, ν' ανοίξει την πόρτα και να εξαφανιστεί κανείς απ' τους δυο τους δεν κατάλαβε.

Δεν ήταν πάντα έτσι. Κι όχι τουλάχιστον όταν συνδέθηκαν, δεκαπέντε χρόνια πριν, και για πολύ καιρό μετά. Ελάχιστες μέρες αφότου συναντήθηκαν σε μιαν έκθεση ζωγραφικής κι αντάλλαξαν δυο κουβέντες, μ' ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και κείνη την έκφραση προσμονής κι απόγνωσης που νιώθει κανείς όταν βρίσκεται σ' έναν άσχετο χώρο, που δεν γνωρίζει κανένα και κοιτάει απελπισμένα γύρω για τον από μηχανής Θεό. Ο Γιάννης, σαράντα τριών ετών τότε, κι η Γιάννα, δέκα χρόνια μικρότερη. Παντρεμένοι κι οι δυο, με παιδιά. Με γάμους που είχαν εδώ και καιρό τελειώσει, όπως χιλιάδες άλλοι. Και που παραμένουν στη ζωή, μόνο και μόνο επειδή κανείς δεν βρίσκεται να τους δώσει τη χαριστική βολή, γερμένα δέντρα στ' απολιθωμένο δάσος των προσωπικών σχέσεων. Στους δυο αυτούς γάμους όμως, η βολή δόθηκε. Αμοιβαία.

Ο Γιάννης, παιδί από εργατική οικογένεια, είχε τελειώσει, δουλεύοντας παράλλληλα σε λογιστικό γραφείο, την Ανωτάτη Εμπορική. Κατάφερε και βρήκε υποτροφία, έφυγε για το Παρίσι. Έκανε μεταπτυχιακά, έξυπνος ήταν, προσλήφθηκε σε πολυεθνική, έμεινε εκεί, ούτε στρατό δεν γύρισε να κάνει. Παντρεύτηκε την Κριστίν, γραμματέα στην καινούργια του δουλειά, έκαναν δυο παιδιά, αγόρασαν ένα μικρό σπίτι, καταχρεώθηκαν.

Η Γιάννα, παιδί δασκάλων, είχε τελειώσει κάποια απ' τις σχολές της Παντείου, κι η ίδια είχε ξεχάσει ποια, ούτως ή άλλως όλες ίδιες της φαίνονταν, και πώς να της δώσουμε άδικο, το μόνο τους καλό είναι το πτυχίο, έτσι τουλάχιστον πιστεύουν πολλοί. Έδωσε εξετάσεις, μπήκε σε Τράπεζα, χρόνια τώρα είχε δεσμό με τον Άκη, τοπογράφο, ούτε κατάλαβε πότε βρέθηκε παντρεμένη, τόσοι και τόσοι, άλλωστε, παντρεύονται ακριβώς τη στιγμή που πρέπει να χωρίσουν, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου κι ανεξιχνίαστα τα κίνητρά της, δεν περιμένουμε τον γάμο για να το καταλάβουμε, γιατί η Γιάννα να 'ναι εξαίρεση. Έκανε μια κορούλα, τρεις τώρα στο νοικιασμένο τους διαμέρισμα, δυο μόνο δρόμους απόσταση απ' τους γονείς της, που τους κρατούσαν τη μικρή, χωρίς πολλές απαιτήσεις. Μόνο να, την Κυριακή πήγαιναν όλοι μαζί για φαΐ στη Βάρη, στη Γλυφάδα, στην Κηφισιά, στη Σταμάτα, στη Δροσιά, οπουδήποτε, αρκεί να 'χε δυο ώρες οδήγημα, λες και δεν υπήρχαν ταβέρνες στη γειτονιά, πώς όμως να πεις όχι, όλη τη βδομάδα υπηρέτες τους είχαν, μουρμούριζε συνεχώς η μαμά, τόσο σιγά ώστε να την ακούσουν, άνθρωποι ήταν κι αυτοί κι είχαν ανάγκη από μια βόλτα, έτσι τουλάχιστον έκαναν όλες οι σωστές κόρες, κι αντίλογος πού να βρεθεί. Και, βέβαια, το καλοκαίρι διακοπές στο αυθαίρετο του πεθερού, σε κοντινό νησί, είχαν κι αυτοί δικαιώματα, σωστό τους φαινόταν. Μαζί με τους κουνιάδους, έτσι, για να δέσει η ευτυχία.

Μια βδομάδα αφότου ο Γιάννης κι η Γιάννα ανακάλυψαν ο ένας το κορμί του άλλου και ρίχτηκαν με περισσό ζήλο στην εξερεύνησή του, ο Γιάννης γύρισε στη Γαλλία, στη δουλειά του, στην οικογένειά του και στα υπεραστικά τηλέφωνα. Με τη Γιάννα. Γιατί, όπως αποδείχτηκε, η σχέση τους δεν έσβησε με την αναχώρησή του. Το αντίθετο, φούντωσε. Και, με τα τηλέφωνα, τα ερωτόλογα, τα γράμματα, τις αραιές συναντήσεις και τον ανεκπλήρωτο πόθο, το κακό μεγάλωνε, τόσοι και τόσοι συγγραφείς έχουν υμνήσει τον παράνομο έρωτα, ώρες ώρες αναρωτιέσαι αν υπάρχει και νόμιμος, τέλος πάντων, κι αν κάπου υπάρχει, μ' αυτόν δεν έχουν ασχοληθεί πολλοί, φαίνεται ότι δεν θ' αξίζει και σπουδαία πράγματα, και πώς να φέρεις αντίρρηση, αν δεν ξέρουν οι ποιητές ποιοι ξέρουν.

Η Γιάννα άνθισε. Ομόρφηνε, γλύκανε, έγινε ομιλητική, ένιωσε την ανάγκη να ξανασυνδεθεί με τις παλιές της φιλίες, να συζητήσει για τον καινούργιο της έρωτα, ν' ακούσει τη φωνή της να μιλάει για τον Γιάννη, τόσο η ύπαρξή του την πλημμύριζε, την κυβερνούσε, την είχε απορροφήσει. Ούτε που καταλάβαινε πώς περνούσε το πρωινό στη δουλειά, είχε βρει κι ένα τηλέφωνο που μπορούσε να πάρει εξωτερικό, το 'χε κάποιος προϊστάμενος με κατανόηση στον έρωτα, και, κυρίως, μεγάλη συμπάθεια στη Γιάννα, α, πόσο του άρεσε να την έχει να τον παρακαλάει, και μετά να την βλέπει να κρατάει τ' ακουστικό κολλημένο στ' αυτάκι της και να ψιθυρίζει, λιγωμένη, ερωτόλογα, απολάμβανε το θέαμα, δεν είχε και δουλειά να κάνει κι έπρεπε κάπως να περάσει την ώρα του, κι εξάλλου, μήπως αυτός πλήρωνε, κρατικό ήταν το μαγαζί, εσείς κι εγώ συνεισφέραμε στην ευτυχία του Γιάννη και της Γιάννας, κι ας μη το ξέραμε τότε. Τ' απογεύματα, σπίτι, διάβαζε την κόρη της, έγραφε παθιασμένα γράμματα, μαγείρευε, κι όταν ο άντρας της γυρνούσε, ε, τότε ήταν αργά, κι ήταν τόσο κουρασμένη, έπρεπε να κοιμηθεί, το πρωί θα ξυπνούσε νωρίς, υπήρχε πάντα φαΐ στο φούρνο, μπύρες στο ψυγείο, ζεστό νερό στο θερμοσίφωνο και μια ωραία τηλεόραση με δορυφορική κεραία, τι άλλο να ποθήσει ένας άντρας μετά από κάποιο καιρό, ας είμαστε ρεαλιστές.

Κι έτσι πέρασαν πέντε χρόνια, γεμάτα ταξίδια, προσμονή, αγωνία, λαχτάρα, καρδιοχτύπια, τηλέφωνα, γράμματα, έρωτα. ο Γιάννης, όποτε μπορούσε ερχόταν στην Ελλάδα, συναντιόντουσαν κρυφά, σύχναζαν σ' απόμερα ξενοδοχεία, λίγο τους ένοιαζε αν το δωμάτιο ήταν μικρό και μίζερο, σημασία είχε ότι ήταν μόνοι τους, αγκαλιάζονταν, έπλεκαν όνειρα, μοιράζονταν τον δικό τους κόσμο, κολλούσαν τα κορμιά τους, ανάσαιναν ο ένας την ύπαρξη του άλλου, ώρες ώρες η αγάπη ξεχείλιζε, έβγαινε απ' τα κλειστά παράθυρα και πλημμύριζε τους δρόμους, την ένιωθαν οι περαστικοί κι απορούσαν.

Ζήτησαν διαζύγιο. Ο Άκης, αξιοπρεπής, κάτι είχε καταλάβει, βοήθησε και το ότι, ας μείνει αυτό μεταξύ μας, είχε, καιρό τώρα, αρχίσει να βαριέται τη Γιάννα, τόσα χρόνια με την ίδια γυναίκα αρκούν για να κλονίσουν και πολύ πιο σταθερούς άντρες, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα, δέχθηκε να χωρίσουν, κανόνισαν την επιμέλεια της μικρής, θα 'μενε με τη Γιάννα και θα την έβλεπε τα Σαββατοκύριακα, χιλιοπαιγμένο σενάριο, τα ξέρουν αυτά οι δικηγόροι και τα κανονίζουν στο πι και φι, μάζεψε τα πράγματά του κι έφυγε τρέχοντας, φορώντας τη θιγμένη του περηφάνεια και με το φυλλοκάρδι του να τρέμει, μήπως κι ακούσει να τον φωνάζουν πίσω.

Ο Γιάννης δεν ήταν τόσο τυχερός. Η Γαλλίδα του μπορεί, κι αυτή, να τον είχε βαρεθεί, αυτό ποτέ δεν θα το μάθουμε, άσε που πόσοι από μας μιλάμε γαλλικά, πιο πολύ όμως βαριόταν να χάσει το σπίτι που 'χαν αγοράσει, κι όσοι έχουμε ζήσει στο Παρίσι ξέρουμε πόσο κοστίζουν τα σπίτια εκεί, ακόμη και τα πιο μικρά. Είχε κι αδελφό δικηγόρο, ευκαιρία ήταν, άλλωστε η οικογένεια ποτέ δεν είχε συμπαθήσει τον Έλληνα, τώρα βέβαια το κατάλαβε ο Γιάννης, έτσι γίνεται όμως πάντα, στον γάμο πλημμυρίζουν οι συμπάθειες, στο διαζύγιο ξεσπούν οι αντιπάθειες, καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια, δεν θ' άλλαζε αυτό τώρα, και μάλιστα σε ξένη χώρα, ας είχε λίγο αναρωτηθεί όταν, μεσ' την καλή χαρά, έλεγε και ξανάλεγε στους δικούς του πόσο τον καταλαβαίνει και τον αγαπά η οικογένεια της Κριστίν, αν είναι δυνατόν, άνθρωποι που δεν μπορούσαν να πουν μια λέξη στη γλώσσα του. Και, για να πει το πολυπόθητο ναι, έστω ουί, ζήτησε το σπίτι, τα έπιπλα, το αυτοκίνητο, τα παιδιά και, βέβαια, διατροφή. Α, και να πληρώνει ο Γιάννης το δάνειο. Μέχρι να εξοφληθεί φυσικά, μη το συζητάμε.

Ο Γιάννης δέχθηκε, τι άλλο να κάνει. Κάποτε ξεμπέρδεψε με τη Γαλλίδα, βγήκε το διαζύγιο, ρυθμίστηκαν τα περιουσιακά, κι απόκτησε, επιτέλους, τη Γιάννα. Ελεύθερη, χωρίς βάρη, μόνο δικιά του, κάτι ήταν κι αυτό, και, εκείνη τη στιγμή, το παν.

Παντρεύτηκαν, κι έφτιαξαν, επιτέλους, τη δική τους φωλιά, την έστρωσαν μ' αγάπη, έρωτα, προσδοκίες και χρέη. Γιατί, βέβαια, αγόρασαν σπίτι, φωλιά είπαμε αλλά μην το πάρετε κατά γράμμα, δεν ήταν πελαργοί να τους φτάνει μια κολώνα. Κι όχι όποιο κι όποιο, α, η Γιάννα είχε βαρεθεί το τριάρι στην Κυψέλη, μεζονέτα παρακαλώ, στα βόρεια προάστια, άλλωστε εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν νότια, κι αν υπήρχαν δεν ήταν σε πρώτη ζήτηση. Με δάνειο φυσικά, απ' την τράπεζα της Γιάννας, είναι στοργικές αυτές, φροντίζουν τους δικούς τους, δεν έχουν άδικο όσοι ονειρεύονται μια τέτοια καριέρα. Που, βέβαια, θα το ξεπλήρωναν, έχει κι η στοργή τα όριά της, όλοι το ξέρουμε. Με την αγάπη τους, τα όνειρά τους, και, ιδίως, τους μισθούς τους.

Ο Γιάννης κατάφερε και βρήκε θέση στην Ελλάδα, τι τυχερός που ήταν, η εταιρεία του προσπαθούσε να διεισδύσει στη μικρή μας αγορά, και το 'κανε τη σωστή στιγμή.

Μπήκαν στο καινούργιο τους σπίτι, το επίπλωσαν, άρχισαν να καλούν φίλους, να βροντοφωνάζουν την αγάπη τους, να ζουν, να ρίχνουν άπλετο φως στα γοητευτικά μισοσκόταδα της σχέσης τους, να ιστορούν τα πάθη τους, και πόσα τράβηξαν μέχρι να καταφέρουν να σμίξουν, τόσο πια απασχολημένοι πού να καταλάβουν την ύβρη, να σου χαρίζει η ζωή τα όνειρά σου και εσύ να σπεύδεις να τα διαλαλήσεις, λες κι είναι πραμάτεια σε παζάρι. Και να, σιγά σιγά, μα, πώς δεν το πήραν χαμπάρι να το σταματήσουν, αυτά πρέπει να τα σκοτώνει κανείς όταν είναι μικρά, μετά θεριεύουν κι είναι αργά, ένα σύννεφο φθοράς άρχισε να μπαίνει στο καινούργιο τους σπίτι, να κάθεται στον καναπέ τους, στα ρούχα τους, στο κρεβάτι τους, στα κορμιά τους, στον έρωτά τους.

Αποφάσισαν ν' αντιδράσουν, όχι, δεν είχαν περάσει τόσα για να παραδοθούν χωρίς αγώνα. Ο Γιάννης, πρακτικό μυαλό, ζήτησε μετάθεση για έξω, η εταιρεία του είχε ανοίξει γραφεία στη Βουλγαρία, καλή ευκαιρία φαινόταν, μεγάλος μισθός και μια ώρα δρόμος, τι 'ναι αυτό μπροστά στα όσα είχε τραβήξει στο Παρίσι. Η Γιάννα έσφιξε την καρδιά της και δέχθηκε, τι άλλο να κάνει, ήταν και τα χρέη, το 'βλεπε πια καθαρά ότι, αν συνέχιζαν έτσι, τίποτε καλό δεν είχαν να περιμένουν.

Η ζωή στη Σόφια δεν ήταν τόσο άσχημη όσο ο Γιάννης είχε φοβηθεί. Το αντίθετο θα 'λεγε κανείς. Καλός μισθός, άνετο διαμέρισμα, νέοι φίλοι, καινούργιες γνωριμίες. Έλληνες και Βούλγαροι, άντρες και γυναίκες. Και, πώς να ξεφύγεις απ' τη μοίρα, αν γινόταν ίσως κι εμείς να μην υπήρχαμε σήμερα, γνώρισε και τη Στέφυ. Δακτυλογράφο στην εταιρεία του, με ασήμαντη θέση, ελάχιστο μισθό, μέτρια αγγλικά, πρόθυμο κορμί, μεγάλη φαντασία, ανυπόμονα νιάτα και πολλά όνειρα. Που, πώς τόφερε η τύχη, όλα περνούσαν μέσα απ' τον Γιάννη.

Το ειδύλλιο, για να πλεχτεί, περίμενε να 'ρθουν οι μέρες των Χριστουγέννων, πόσο ρομαντικό ακούγεται αυτό, το 'χουμε δει και στον κινηματογράφο, μια νύχτα ο Γιάννης είχε ξεμείνει στο γραφείο, είπαμε, ήταν δουλευταράς κι είχε ανάγκη και τα λεφτά, είδε φως στο διάδρομο, παραξενεύτηκε, χτύπησε την πόρτα, τη συνάντησε, τι σύμπτωση, έπρεπε κι αυτή έπρεπε να τελειώσει κάτι, έτσι είναι οι χαμηλόμισθοι, όλοι τους εκμεταλλεύονται κι αυτοί τι να κάνουν, σφίγγουν τα δόντια κι αντέχουν, μιλήσανε, η μια κουβέντα έφερε την άλλη, φύγανε μαζί, έξω είχε χιόνι κι η πόλη τους χαμογελούσε στην άσπρη ερημιά της, ούτε το κατάλαβε πώς φτάσανε σπίτι του, κι εκεί, βέβαια, το κακό δεν άργησε να γίνει, όλοι ξέρουμε ότι το καλό είναι που αργεί, αφήστε που μερικές φορές δεν έρχεται και ποτέ, και τσάμπα το περιμένουμε, ενώ το κακό, τι προθυμία θεέ μου, κι αν έχει και τη μορφή της μικρής, κι αν είσαι και τόσο μακριά απ 'την οικογένειά σου, κι αν είσαι και μόνος, κι αν έχεις και κάποια χρόνια γάμου πίσω σου, κι αν μπαίνεις και σε κρίσιμη ηλικία, κι αν η όποια Στέφυ δεχθεί να περάσει την πόρτα σου, κι αν πιείτε και κόκκινο κρασί, ας είναι κι άσπρο, ε, τότε δεν ξεφεύγεις με τίποτε, τα ζάρια έχουν ριχτεί και δεν υπάρχουν κι οι σύντροφοι να σε δέσουν στο κατάρτι ...

Δεν πέρασε ένας μήνας ευτυχίας κι η Γιάννα το κατάλαβε, κι ας ήταν μακριά. Μη με ρωτήσετε πώς, δεν αποκαλούν τυχαία τις γυναίκες γάτες, όλα τα καταλαβαίνουν αυτές, ειδικά αυτά που δεν πρέπει, κι αφήστε τους άντρες ν' αναρωτιούνται. Ο κόσμος της αναποδογύρισε, ένιωσε να μπαίνει σε βαθύ, μαύρο τούνελ, και δεν είχε και νήμα να ρίξει πίσω της, πάει, θα χανόταν. Κατάφερε όμως να συνέλθει, ευτυχώς είχε καιρό, ο Γιάννης έλειπε ακόμη, ανασκουμπώθηκε, ξεκλείδωσε το γυναικείο της οπλοστάσιο, βρήκε εκεί όπλα θαυμαστά, δοκιμασμένα, τρομερά, όπλα που μπορούν να λυγίσουν και τον πιο αποφασισμένο άντρα, χιλιάδες χρόνια τεχνογνωσίας είν' αυτά, κάθε γυναίκα το ξέρει, κι όταν έρθει η ώρα διαλέγει τα δικά της, υπάρχουν για όλες, μην ανησυχείτε, κι όποιος κοιμάται ήσυχα κακό του κεφαλιού του. Κι όταν ο Γιάννης επέστρεψε, για να περάσει, ανέμελος, λίγες μέρες οικογενειακά, έτσι νόμιζε ο έρμος, πέρασε στην επίθεση. Έκλαψε, φώναξε, χτυπήθηκε, έσπασε πιάτα, φλυτζάνια, ποτήρια, βρόντηξε την πόρτα, πήρε τους δρόμους, ξαναγύρισε, πάλι η πόρτα την πλήρωσε, κλειδώθηκε στο μπάνιο, τον ξόρκισε να της πει την αλήθεια, του γύρεψε πίσω τα νιάτα της, τα χαμένα της χρόνια, τους αιώνες που τον περίμενε, τις θυσίες που 'χε κάνει γι αυτόν, τα τόσα που του 'χε προσφέρει, το κορμί της που 'χε λεηλατήσει, τι αχάριστος άντρας, α, αν το 'ξερε τότε, τι καλά που ήταν με τον Άκη, και τι τρελή να τον παρατήσει, αυτός τουλάχιστον της ήταν πιστός, όχι, έπρεπε να τον αφήσει στη Γαλλίδα, να μαραζώνει.

Ο Γιάννης αντιστάθηκε, αρνήθηκε τα πάντα, διακήρυξε την αθωότητά του, αλλά μάταια, ο αγώνας, είπαμε, ήταν άνισος, πάντα θα 'ναι άνισος, ο αντίπαλος μέρες προετοιμαζόταν, η μια επίθεση διαδέχονταν την άλλη, όλο και πιο άγρια, όλο και πιο αποφασισμένη, δεν είχε πια νόημα. Και, κάποτε, αποκαμωμένος, σήκωσε λευκή σημαία, σταμάτησε ν' αρνείται τ' αυτονόητα, παραδόθηκε, και, χωρίς να περιμένει να λαλήσει ο αλέκτωρ, ίδιος Πέτρος και χειρότερος κι ας την ήξερε την ιστορία, τίποτε δεν διδάχτηκε, απαρνήθηκε τη Στέφυ του κι όχι μια φορά, την έριξε κάτω, την ποδοπάτησε, με δάκρυα ορκίστηκε ότι γι αυτόν δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια μικρή, ασήμαντη περιπέτεια, αδυναμία της στιγμής, ειλικρινά ούτε που την θυμάται, ίσως μάλιστα και να την λυπήθηκε και να της δόθηκε, εξάλλου κράτησε ελάχιστα, κι ήταν και πιωμένος, το μόνο πάντως που μπορεί να πει με σιγουριά είναι ότι αυτή τον προκάλεσε, ξέρεις τώρα τι γυναίκες είναι οι Βουλγάρες, μακριά από μας, κι έπειτα συμβαίνουν αυτά, καμμιά φορά, δυστυχώς, στους άντρες, αλλά τίποτε δεν σημαίνουν, αυτός τη Γιάννα αγαπούσε, και θα την αγαπούσε για πάντα, και πώς άλλη θα μπορούσε να μπει ανάμεσά τους, τόσο στέρεη που 'ταν η αγάπη τους και δοκιμασμένη σε χαλεπούς καιρούς, αλήθεια, δεν κατάλαβε πώς έγινε, κι αυτές οι ξένες δεν έχουν το Θεό τους, ούτε που θα την ξανάβλεπε, γι αυτό η Γιάννα μπορούσε να 'ναι σίγουρη.

Η Γιάννα έδειξε ανωτερότητα, δεν ήταν άλλωστε ο στόχος της να τον εξουθενώσει, για τον εαυτό της τον ήθελε, και τον ήθελε ζωντανό, η αγάπη εξάλλου τα πάντα υπομένει, άλλοι το 'χαν πει αυτό κι ήταν και σοφοί, έτσι λένε τα βιβλία, και στα βιβλία κρύβεται η γνώση. Τον συγχώρεσε, τον χάιδεψε, τον κολάκευσε, του δόθηκε όπως παλιά, κι ακόμη καλύτερα, πάντα μια γυναίκα μπορεί να σου δοθεί καλύτερα, όλοι το ξέρουμε αυτό κι ελπίζουμε κάποτε να συμβεί και σε μας, τον κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της, αχ, τι καλά που 'ταν ο κόσμος παλιά με τους Σοβιετικούς, δεν γίνονταν τέτοια πράγματα τότε.

Τότε ίσως δεν γίνονταν, ποιος μπορεί να πει με σιγουριά, το βέβαιο ήταν πως είχαν αρχές αυτοί οι Ρώσοι, κι ας έμπαιναν κάθε τόσο σε ξένες χώρες, άλλωστε ποιος είναι τέλειος, μήπως κι οι δικοί μας λίγα κάνανε, αλλά τώρα, δυστυχώς, γίνονταν, και φανταστείτε τι θα γίνεται όταν οι πειναλέοι αυτοί βάρβαροι μπουν για τα καλά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Σόδομα και Γόμορρα κι ακόμη χειρότερα, θα μας κάνουν ν' αναπολήσουμε την Ευρώπη των δέκα, άντε των δεκαπέντε, μέχρις εκεί όμως. Ο Γιάννης ξαναγύρισε στη Σόφια, κι οι όρκοι καταπατήθηκαν χωρίς αντίσταση, άλλωστε αυτή είναι η μοίρα των όρκων, παρηγοριά μόνο για τους ερωτευμένους, γι αυτό και ποτέ δεν είδαμε δικαστήριο να τους παίρνει σοβαρά υπόψη του, κάτι ξέρουν οι δικαστές, τόσα και τόσα έχουν δει. Κι η Γιάννα, που, βέβαια, πάλι το κατάλαβε, είπαμε, σ' αυτά ήταν γάτα, έξαλλη και, χωρίς να πει τίποτε σε κανένα, έστειλε τη μικρή στη μάνα της, πήρε το πρώτο αεροπλάνο και, ένα βροχερό βράδυ, χτύπησε την πόρτα του. Την πόρτα τους.

Ο Γιάννης έχει γυρίσει στην Ελλάδα, τέλειωσε πια γι αυτόν το εξωτερικό. Είναι 58 ετών, δείχνει χρόνια μεγαλύτερος, δουλεύει, πληρώνει τα χρέη, ζει με τη γυναίκα του, νιώθει πως η ζωή είναι πια πίσω του, τουλάχιστον το όμορφο τμήμα της, τώρα αρχίζουν τα γεράματα, αργή αλλά σίγουρη πορεία προς το πουθενά, κι η κατηφόρα, όλοι το ξέρουμε, μόνο να μεγαλώσει μπορεί, έκανε και κάτι εξετάσεις, τι τις ήθελε, ήταν χάλια, και, όπως και να το κάνεις, καλύτερα με τη Γιάννα, την οποιαδήποτε Γιάννα, την κάθε Γιάννα, κι ας λέγεται κι όπως να ΄ναι, παρά μόνος του, ώρες ώρες βέβαια στοιχειώνουν τη σκέψη του εικόνες απ' το Παρίσι και τη Σόφια, γεμάτες έρωτα, χαρά και ξεγνοιασιά, τι να γίνει όμως, τυχερός είναι που πρόλαβε κι έζησε, τι να πουν άλλοι, που ούτε απ' το σπίτι τους δεν αξιώθηκαν να βγουν, δεν πρέπει να 'χει παράπονο.

Η Γιάννα, δίπλα του, με την κλιμακτήριο να της κλείνει το μάτι απ' τη γωνιά και το επαναστατημένο της κορίτσι στην εφηβεία να την κρίνει όλη μέρα, με πρόωρη σύνταξη, ρυτίδες, άσπρα μαλλιά και στρογγυλεμένο κορμί, προσπαθεί να κολλήσει τα κομμάτια. Έχει υπομονή, ελπίζει στον χρόνο, πιστεύει ακόμη στις ικανότητές της. Αγόρασαν καινούργιο αυτοκίνητο, ευτυχώς με πολλές δόσεις, γιόρτασαν τα δέκα χρόνια γάμου, κάλεσαν όλο τον κόσμο, ξαναθυμήθηκαν τις όμορφες στιγμές, άνοιξαν ακριβά κρασιά, έβγαλαν φωτογραφίες, ήταν μια αξέχαστη βραδιά, έτσι τουλάχιστον είπαν οι φίλοι. Που, μετά, έφυγαν. Και τους άφησαν μόνους. Μαζί και μόνους για τη συνέχεια, έτσι όμως δεν γίνεται πάντα, πώς είναι δυνατόν οι φίλοι να μείνουν μαζί μας, όχι βέβαια, όσο ωραία κι αν είναι η γιορτή κι όσο κι αν φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι με το ταίρι μας, έρχεται πάντα η στιγμή που κι ο τελευταίος φεύγει κι η πόρτα κλείνει πίσω του, κι αν η καρδούλα μας τ' αντέξει ποιος νοιάζεται.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006

Husbands and Wives (ζευγάρι 2)


Βασίλης και Βασιλική

Βασίλης: 35 ετών, μεγαλωμένος σε χωριό, με φτωχούς, αμόρφωτους κι ασήμαντους γονείς και δυο, ομοίως ασήμαντους, αδελφούς. Όχι όμορφος, αλλά καλοφτιαγμένος. Και, ιδίως, πανέξυπνος, ευαίσθητος, φιλόδοξος, εργατικός. Σπούδασε (μόνος από την οικογένεια) πληροφορική δουλεύοντας σε οικοδομές, ταβέρνες, μαγαζιά, κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Τις ελεύθερες ώρες του μάθαινε αγγλικά και γαλλικά, διάβαζε ποίηση, σκάρωνε στίχους κι ερωτευόταν. Άρεσε στις γυναίκες, τις τραβούσε κοντά του το σκληρό, χωριάτικο, τρυφερό και ρομαντικό του στυλ, η δίψα του για μόρφωση κι επιτυχία, η σεξουαλική του πείνα. Βρήκε υποτροφία, πήγε ένα χρόνο στο Λονδίνο, πρόσθεσε κι άλλο λούστρο στο προφίλ του.

Βασιλική: Συνομήλικη. Αστή, με εύπορους γονείς. Που τη λάτρευαν, μιαν άλλωστε την είχαν, την προστάτευαν, την έστειλαν στα καλύτερα σχολεία, της ικανοποιούσαν κάθε επιθυμία. Και που σκοτώθηκαν σε τροχαίο όταν η Βασιλική ήταν 16 χρονών. Και την ανάγκασαν να μετακομίσει στο σπίτι της θείας της, αδελφής της μαμάς της. Κουβαλώντας, μαζί με τον πόνο της, μια τεράστια ανασφάλεια. Που ακόμη δεν την έχει εγκαταλείψει.

Όμορφη κοπέλα, ψηλή, λεπτή, συνδύαζε - πράγμα σπάνιο, όλοι το ξέρουμε - τέλειο κορμί κι όμορφο πρόσωπο. Όμορφο και γλυκό. Προικισμένο μ' ένα υπέροχο χαμόγελο. Το χαμόγελο όσων ξέρουν ότι αρέσουν κι είναι αρκετά γενναιόδωροι ώστε ν' ανταποδίδουν τα αισθήματα που δέχονται. Σπούδασε νομικά, έξυπνη και μελετηρή δεν είχε κανένα πρόβλημα να τελειώσει με άριστα. Α και χορό, πόσο της άρεσε, του όφειλε, άλλωστε, την αέρινη κίνησή της.

Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν στα 30 τους χρόνια. Μέχρι τότε, ο Βασίλης, που μόλις είχε βρει δουλειά, περνούσε από τη μια ερωτική σχέση στην άλλη, απολάμβανε την ελευθερία του, γουλιά γουλιά γευόταν το μέλλον που φανταζόταν ότι θα 'χε και μεθούσε.

Η Βασιλική, αντίθετα, είχε πριν λίγο χωρίσει απ' τον μοναδικό, μέχρι τότε, άντρα της ζωής της. Τον είχε γνωρίσει πριν από χρόνια, αυτή 18, μόλις είχε μπει στη Νομική, κι αυτός 33, πανεπιστημιακός, με σπουδές στο εξωτερικό, έμπειρος άντρας με καθησυχαστικό παρουσιαστικό, ωραία ήταν στην αρχή, η Βασιλική μυήθηκε στον έρωτα, συνδύαζε άντρα και μπαμπά, άνθισε, σιγά σιγά όμως η σχέση εκφυλίστηκε, θα 'πρεπε να είχε τελειώσει πολύ νωρίτερα, δεν ήταν όμως των μεγάλων αποφάσεων, την πρωτοβουλία πήρε ο φίλος της, αφού πρώτα έπρεπε ν' απομακρυνθούν και να ξαναβρεθούν μερικές φορές και, κυρίως, μια καινούργια φοιτήτρια να δεχθεί να την αντικαταστήσει, το 'μαθε βέβαια αργότερα, έτσι γίνεται πάντα. Ευτυχώς που 'χε βρει κι αυτή δουλειά, δικηγόρος σ' εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, τα νέα της καθήκοντα της πήραν λίγο τη στενοχώρια, η δικηγορία την συνεπήρε, το φλερτ δεν της έλειπε, αντίθετα, πότε γέμισε ο κόσμος θαυμαστές, πώς κατάλαβαν τόσοι πολλοί ότι ήταν διαθέσιμη, τόσο όμορφο κορίτσι κρίμα να' ναι μόνο, η Βασιλική όμως δεν το αποφάσιζε, όχι, δεν ήταν Πηνελόπη, αλλ' οι μνηστήρες μπορούσαν να περιμένουν, έπρεπε να το νιώσει μόνη της, και τότε, ναι, θα διάλεγε, αυτή ήταν άλλωστε η μεγάλη της φαντασίωση, όλα τα πλούτη του κόσμου στα πόδια της κι αυτή να διαλέγει.

Ήταν αυτό που αποκαλούμε κεραυνοβόλος έρωτας, και τι τυχεροί όσοι τον έχουν ζήσει. Ο Βασίλης θαμπώθηκε απ' την ομορφιά της, την κοινωνική της άνεση, τον περίγυρό της, τον τρόπο που ντυνόταν, μιλούσε, έτρωγε, ζούσε, ανάσαινε, και, κυρίως, χαμογελούσε. Κι αυτή απ' την αυθεντικότητα, τη σταθερότητα, τη σιγουριά, την ασφάλεια, τον πρωτογονισμό, τη σεξουαλικότητα, τις φιλοδοξίες του, την προέκταση του εαυτού του στο μέλλον, τον χώρο που της επεφύλασσε σ΄ αυτό.

Σε τρεις μήνες η Βασιλική έμεινε έγγυος. Παντρεύτηκαν, αγόρασαν σπίτι, το επίπλωσαν, η Βασιλική ήταν εύπορη, το είπαμε, ήξερε και να διαλέγει, τόσα όμορφα πράγματα βρίσκει κανείς πια στη χώρα μας, δεν είναι όπως παλιά, παλάτι το 'κανε. Γέννησε. Το μωρό αγόρι, ο πατέρας του τρελάθηκε, μόλις το 'δε έσπευσε να δηλώσει πως του 'μοιαζε, τι λέω, φτυστός ο ίδιος ήταν. Και του 'δωσε, πώς θα 'ταν δυνατόν διαφορετικά, τ' όνομα του δικού του πατέρα.

Οι επόμενοι μήνες κύλησαν γλυκά. Ο Βασίλης κι η Βασιλική ζούσαν τον έρωτά τους, δεν χόρταιναν το παιδί τους, καλούσαν φίλους, άνοιγαν το σπίτι, κερνούσαν τον κόσμο με νιάτα, ομορφιά, έρωτα, σχέδια κι όνειρα.

Δεν άργησαν να εμφανιστούν τα πρώτα σύννεφα. Ο Βασίλης πήγαινε κάθε μέρα γραφείο, έφευγε το πρωί, γύριζε αργά το βράδυ, έπαιζε με το γιο του, χαλάρωνε, ένιωθε όμορφα, τι ωραία να κλείνουν έτσι οι μέρες, μετά από τόση κούραση στο γραφείο, α, αυτό το κορίτσι ήταν θησαυρός, τι καλά που τ' αποφάσισε. Και, μια δυο φορές τη βδομάδα, έβγαινε με αντροπαρέες, χρόνια εργένης, δεν θα πρόδιδε τους φίλους του, μια ζωή κατηγορούσε όσους το 'καναν. Η Βασιλική, αντίθετα, είχε πάρει άδεια, θήλαζε, ασχολιόταν με το μωρό, το σπίτι, το νοικοκυριό, το μαγείρεμα, το πλύσιμο, πάνες, μπιμπερό, κρέμες, φάρμακα, αγωνίες, ψώνια, σούπερ μάρκετ, λογαριασμοί, όλα απ' το χέρι της περνούσαν, ένας ολόκληρος κόσμος που, μέχρι τότε τον έβλεπε να καταπίνει άλλους, να τώρα που ήρθε κι η σειρά της, στιγμές στιγμές ένιωθε τόσο μόνη, προδομένη, εξαπατημένη, ανήμπορη, σε ποιον όμως να μιλήσει, δεν πρόφταινε να πει μια κουβέντα και την μακάριζαν, όλα πήγαιναν τόσο καλά, να προσέχει μόνο μη τη ματιάσουν.

Τα Χριστούγεννα ήρθαν οι γονείς του Βασίλη απ' το χωριό, εγκαταστάθηκαν στο δωμάτιο δίπλα στην κάμαρα του ζευγαριού, οι μέρες περνούσαν κι αυτοί δεν έλεγαν να φύγουν. Και δώστου η πεθερά να δίνει συμβουλές στη Βασιλική, πώς να κρατάει το μικρό, πώς να του δίνει το στήθος, πώς να το βάζει για ύπνο, πώς να το πλένει, πώς να μαγειρεύει, πώς, πώς, πώς, όλα τα ΄ξερε η γιαγιά, και πάντως τα 'ξερε καλύτερα, όλα τα 'χε κάνει, και μάλιστα, όπως συνήθιζε να λέει εκατό φορές τη μέρα, σε τόσο δύσκολες συνθήκες, α, μα τι τυχερή που 'ναι η Βασιλική, στα πούπουλα ζούσε, τι εύκολα που τα βρίσκει σήμερα η νεολαία, και να μη το εκτιμάει, αυτό κι αν είναι αμαρτία ...

Από κοντά κι ο πεθερός, σωστός αγριάνθρωπος, εγκαταστάθηκε στο σαλόνι, άνοιξε την τηλεόραση και ξέχασε να την κλείσει, κάπνιζε συνεχώς, πλενόταν σπανίως, έπαιζε το κομπολόι, κι όποτε έβλεπε τον εγγονό γυμνό εκθείαζε τα γεννητικά του όργανα, α, ήταν φανερό, όταν, μια μέρα, μεγάλωνε, θα γινόταν άντρας σωστός, σα τ' αγόρια του, όχι σα τους κουνιστούς που 'χουν γεμίσει τον κόσμο, τι αηδία Θε μου. Και με τι νόημα τόνιζε αυτό το άντρας, το 'λεγε και γέμιζε το στόμα του, η Βασιλική τ' άκουγε και πάθαινε.

Το βράδυ γυρνούσε κι ο Βασίλης, χαιρόταν με τη χαρά των δικών του, απορούσε λίγο με τα μούτρα της Βασιλικής, έτρωγαν όλοι μαζί, και δώστου πάλι με τις ιστορίες του χωριού, τις δυσκολίες που τράβηξαν οι γονείς του να τον αναστήσουν, χίλιες φορές τα ίδια και τα ίδια, κάποτε το μαρτύριο τέλειωνε, έβρισκε όμως ευκαιρία η μάνα του να τον ξεμοναχιάσει, να τον κοιτάξει με ύφος ανήσυχο, να τον ρωτήσει αν είναι καλά, αν τρώει, αν έχει καθαρά ρούχα, αν τον φροντίζουν. Και, στο τέλος, να του ψιθυρίσει να μη συνερίζεται τη Βασιλική, είναι χρυσό κορίτσι και με τον καιρό θα προσαρμοστεί, ε, βέβαια, τι να γίνει, καλομαθημένη, πριγκιπέσσα, αλλ' έχουν αλλάξει οι εποχές, τι να κάνουμε, έτσι 'ναι οι σημερινές γυναίκες, τα θέλουν όλα στο χέρι κι είναι κι αχάριστες, ενώ, στην εποχή της, στα χωράφια γεννούσαν, κι απ' την άλλη μέρα πάλι στη δουλειά, τον άντρα όμως αφέντη τον είχαν ...

Μπήκε κάποτε ο Γενάρης, επέστρεψαν τα πεθερικά στο χωριό, ανάσαν' η Βασιλική, ένα βουνό έφυγε από πάνω της, είχε κοντέψει να σκάσει.

Πέρασε ο καιρός, κι η Βασιλική, λίγους μήνες αφ' ότου είχε γυρίσει στη δουλειά, ξανάμεινε έγκυος. Αυτή τη φορά η εγκυμοσύνη δεν ήταν εύκολη, κάτι δεν πήγαινε καλά, αναγκάστηκε να πάρει αναρρωτική άδεια, δεν το 'θελε, είπαμε, ήταν πολύ καλή δικηγόρος κι οι συνεργάτες της ενθουσιασμένοι μαζί της, ο γιατρός όμως την έστειλε με το ζόρι σπίτι, στη φυλακή δηλαδή.

Η εγκυμοσύνη εξελίχθηκε μαρτυρικά, εννιά μήνες που φάνηκαν αιώνες. Γιατί, κοντά στ' άλλα, υπήρχε κι ο μικρός. Που, πανέξυπνο παιδί, δεν εννοούσε να χάσει κανένα απ' τα δικαιώματα που 'χε προφτάσει να κατοχυρώσει. Και που τώρα απαιτούσε πολύ μεγαλύτερη αγάπη, φροντίδα, απασχόληση.

Ο Βασίλης, αντίθετα, έλαμπε από χαρά. Συνέχισε να δουλεύει σκληρά, παινευόταν για την οικογένεια, έβλεπε στα μάτια των φίλων του το θαυμασμό και τη ζήλια για την όμορφη γυναίκα του, το παιδί του, το παιδί που θα 'ρχόταν, το σπίτι, τις προοπτικές που ανοίγονταν. Και το απολάμβανε, τα στερημένα παιδικά του χρόνια του φαίνονταν πια τόσο μακρινά.

Ήρθε και το δεύτερο παιδί, κοριτσάκι αυτό. Που, φυσικά, πήρε τ' όνομα της μαμάς του Βασίλη. Και σχηματίστηκε πια η τέλεια οικογένεια, στόχος κι όνειρο τόσων και τόσων, νέοι γονείς, όμορφοι, μορφωμένοι και πετυχημένοι, δυο παιδιά, αγόρι και κορίτσι, σπίτι, οικονομική άνεση, μέλλον λαμπρό, ευτυχία, ούτε στον κινηματογράφο δεν τα βλέπουμε συχνά πια αυτά.

Η Βασιλική τώρα κλείστηκε σπίτι για τα καλά. Με το 'να παιδί κάτι γινόταν, τα δυο ήταν γολγοθάς. Το κορίτσι στο στήθος, τ' αγόρι να τσιρίζει, να διεκδικεί, να μη τρώει, να κλαίει, να μη κοιμάται, να σπάει πράγματα, να χτυπιέται με το παραμικρό. Και πλησίαζαν και τα Χριστούγεννα, τα πεθερικά θα ξανάρχονταν, ο εφιάλτης θα ξανάρχιζε. Επιστρατεύτηκε η θεία, προσπάθησε, τι να κάνει όμως, είχε πια γεράσει.

Αναγκάστηκαν να πάρουν γυναίκα εσωτερική. Όχι βέβαια ελληνίδα, πού να βρεθεί τέτοια, βορειοηπειρώτισσα είπε πως ήταν, ελληνικά βέβαια δεν ήξερε και τόσα, δεν πειράζει, όλοι άνθρωποι είμαστε, έχει, με τα χρόνια, μεγαλώσει κι αυτή η περιοχή, αλλ' έτσι είναι με τη γεωγραφία, όλα από μια κουκκίδα ξεκινάνε και ξαφνικά θεριεύουν, άλλωστε δεν ζητούσε και πολλά λεφτά, πότε πέρασε ο καιρός κι από δύο γίνανε πέντε κάτω απ' την ίδια στέγη ούτε που το κατάλαβαν.

Ο Βασίλης κι η Βασιλική, καιρό τώρα, σχεδόν είχαν πάψει να κάνουν έρωτα. Φυσιολογικό θα πείτε, με δυο παιδιά στα πόδια τους, στα χέρια τους, στην αγκαλιά τους, μαζί κι η νταντά, βάλτε και τη δουλειά, τα ψώνια, τα τρεχάματα, τα μαγειρέματα, πού καιρός για τέτοια, αλλά, κι όταν υπήρχε καιρός, πού να βρεθεί χώρος. Ναι, αλλά μαζί μειώθηκαν και τα χάδια, τα φιλιά, οι ματιές, τα τρυφερά αγγίγματα που όλοι ξέρουμε πόσα προσφέρουν σε μια σχέση.

Ήταν μια ασήμαντη μέρα, όμοια με τόσες άλλες, η Βασιλική κλειδώθηκε στο μπάνιο, γδύθηκε κι άρχισε να κοιτά το κορμί της. Σχολαστικά, σα γιατρός. Σημείο σημείο, πόντο πόντο. Με ματιά κριτική, ψυχρή, δύσπιστη. Κι αυτό που διαπίστωσε τη βύθισε σε μεγάλη απελπισία, το σώμα που 'χε κάποτε, που τόσο άρεσε και που τόσοι το 'χαν ποθήσει, κι ας είχε προσφερθεί σε δυο μόνο, είχε αρχίσει ν' αλλάζει, να μεταπλάθεται σ΄άλλο σώμα. Πιο παχουλό, πιο συνηθισμένο, πιο καθημερινό, πιο δεύτερο, όχι, αυτό δεν θα το επέτρεπε, ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι μπορούσε να της συμβεί, προτιμούσε να πεθάνει.

Ντύθηκε, βγήκε έξω, ρίχτηκε στη μάχη, είπαμε, η Βασιλική ήταν πάνω απ' όλα επιστήμονας. Μπήκε στο ίντερνετ, διάβασε βιβλία, ρώτησε φίλες, πήγε σε διαιτολόγους. Αποφάσισε ν' ακολουθήσει την πιο αυστηρή δίαιτα. Σταμάτησε να τρώει μαζί με τον Βασίλη, για έξω βέβαια ούτε κουβέντα, όλη μέρα μασουλούσε σαλάτες, καρότα, μήλα, ακτινίδια, κατάπινε γιαούρτια με μηδέν λιπαρά, κολυμπούσε στην κόκα λάιτ. Τα κλονισμένα της νεύρα δεν ήθελαν πολύ, η ένταση στη ζωή τους μεγάλωσε. Φωνές, θυμός, κλάματα, ξεσπάσματα, παράπονα, σκοτεινές ματιές και λόγια ανείπωτα, καθημερινό πια ρεπερτόριο.

Ο Βασίλης τα 'χασε, δεν είχε ξαναδεί τη Βασιλική σε τέτοια κατάσταση, ούτε άλλωστε κι άλλη γυναίκα, φοβήθηκε. Αποφάσισε ν' αντιδράσει, το συζήτησε με τους καλούς του φίλους, προσπάθησε να τη γλυκάνει, να την ηρεμήσει, να της τονώσει την αυτοπεποίθηση, να την ταξιδέψει πίσω στο χρόνο. Της έφερνε δώρα, λουλούδια, τη χάιδευε, τη φιλούσε, την κανάκευε, γυρνούσε νωρίτερα, έκανε και καμιά δουλειά, την έπαιρνε τη νύχτα αγκαλιά, της εκθείαζε τα κάλλη, της διάβαζε ποιήματα, της υποσχόταν.

Μάταιος κόπος, το κακό είχε γίνει. Κάθε πρωί η Βασιλική πήγαινε στο μπάνιο, γδυνόταν, ζυγιζόταν, εξέταζε το κορμί της, έβαζε βαθμούς, μείωνε τις μπουκιές, δυνάμωνε την ένταση. Η εικόνα της είχε γίνει έμμονη ιδέα.

Ένα Σάββατο βράδυ πήγαν σε πάρτυ φίλων. Ντύθηκαν, στολίστηκαν, καιρό είχαν να βγουν. Άντρες, γυναίκες, θόρυβος, μουσική, ποτά, ωραία ήταν, ζωντανά, χαρούμενα. Η Βασιλική θυμήθηκε τα παλιά, τότε που με τον πρώτο της φίλο σύχναζαν σε γιορτές, σε πάρτυ, σε μπαρ, σε διασκεδάσεις. Κάτι όμως είχε αλλάξει, απόψε, κανένας δεν προσπαθούσε να τη φλερτάρει, οι ματιές των αντρών έπεφταν πάνω της με συμπάθεια, με ενδιαφέρον, ίσως και με περιέργεια, όχι όμως με ερωτισμό, λαγνεία, επιθυμία, όχι όπως τότε, όχι όπως είχε μάθει, όχι όπως περίμενε ότι θα 'ταν για πάντα, και, αν είναι δυνατόν, γιατί κοιτούν έτσι τις άλλες, δεν είναι δίκαιο. Δεν μπόρεσε να τ' αντέξει. Στενοχωρήθηκε, ένιωσε άσχημα, προφασίστηκε διάφορα, πήρε τον Βασίλη κι έφυγαν.

Σε λίγους μήνες η Βασιλική γύρισε στο γραφείο. Τα παιδιά με την αλβανή, αντί να μάθει αυτή ελληνικά είχαν μάθει αυτά αλβανικά, η θεία πια δεν ερχόταν, δεν μπορούσε. Η Βασιλική δουλεύει μέχρι αργά, συσκέψεις, δικόγραφα, υπομνήματα, δικαστήρια, ούτε φαντάζεστε τι απαιτήσεις έχει αυτή η δουλειά, όταν όμως έρχεται το βράδυ δεν έχει καθόλου καιρό για χάσιμο, όχι, οι άλλοι μπορεί να στέκονται λίγο και ν' αλλάζουν δυο κουβέντες, αυτή πρέπει να τρέξει σπίτι.

Ο Βασίλης κι αυτός στη δουλειά του. Πάει πολύ καλά, προχωρά, έχει ταλέντο στην πληροφορική, του αρέσει το αντικείμενό του. Και του αρέσει επίσης κι η καινούργια γραμματέας, δεν χορταίνει να την κοιτάει, αναπολεί την εποχή που 'ταν φοιτητής. Αδέσμευτος, ελεύθερος, χωρίς σκοτούρες, εύκαιρος για κάθε θηλυκό, ανοιχτός στις γυναίκες όλου του κόσμου. Την κοιτάει, και διαπιστώνει ότι του ανταποδίδει τη ματιά, του χαμογελάει κι όλας, τι σου 'ναι οι γυναίκες, σκέπτεται, ποιος τις έχει πλάσει έτσι, πόσο εύκολα μπορούν, όταν θέλουν, να σε βάλουν στην τροχιά τους, να σε πλημμυρίσουν με τις επιθυμίες τους, να σ' οδηγήσουν στα δικά τους λημέρια, να σε παρασύρουν σ' ονειρικούς κόσμους λαχτάρας και προσμονής, αρκεί να 'σαι εκεί, διαθέσιμος, ναι, αυτό είναι απαραίτητο, να 'σαι εύκαιρος, να μην αφαιρεθείς, να μείνεις συγκεντρωμένος, ν' αξιωθείς έτσι κάποτε να δεις το φωτεινό σημείο, δεν θα λάμψει για πολύ, ίσως και για μια στιγμή, πρέπει ν' ανταποκριθείς, πολλοί γύρεψαν το Γκράαλ, λίγοι όμως το είδαν, κι ακόμη λιγότεροι το άγγιξαν.

Ο Βασίλης κι η Βασιλική είναι παντρεμένοι πέντε χρόνια τώρα. Αγαπιούνται, αγαπούν τα παιδιά τους, αγαπούν τους φίλους τους, αγαπούν τις μνήμες τους, αγαπούν την κοινή τους ιστορία, αγαπούν το μέλλον τους. Ο έρωτας όμως έχει ξεθωριάσει, δεν είναι όπως παλιά, η φλόγα έχει κρυφτεί κάτω απ' τις στάχτες, θέλει πολλή δουλειά να λάμψει πάλι, κάποιος πρέπει ν' ασχοληθεί, κάποιος που να θέλει και να ξέρει, θέλουν χρόνο και τέχνη αυτά, κρίμα που δεν το σκέφτηκαν όταν η πλάση τους καιγόταν κι άφησαν τα πράγματα να φτάσουν έτσι, εδώ μ' ένα απλό τζάκι και παιδευόμαστε να πάρει πάλι μπρος, πόσο μάλλον με τις ανθρώπινες σχέσεις.

Ο Βασίλης είναι στιγμές που στενοχωριέται, το μυαλό του γυρνάει στον πρώτο καιρό, τότε που και μόνον η σκέψη της Βασιλικής του γέμιζε τις στιγμές με ηδονή, αφήστε πώς ένιωθε όταν την έπαιρνε αγκαλιά, τι να κάνει όμως, καλά είναι κι έτσι, υπάρχουν και τα παιδιά, τόσο χώρο έχουν πιάσει στη ζωή του και πόσο τα λατρεύει, αυτή άλλωστε φαίνεται να 'ναι η μοίρα των ανθρώπων, το πάθος υποχωρεί κι άλλα αισθήματα, πιο στέρεα, παίρνουν τη θέση του, έτσι χτίζονται οι οικογένειες, έτσι προχωράει ο κόσμος, έτσι φαίνεται να 'ναι η θεία τάξη, δεν είναι, δυστυχώς, δυνατόν να ερωτοτροπούμε όλη μέρα, έχουμε και δουλειές να κάνουμε, αν συνέβαινε αυτό ακόμη θα 'μασταν στα δάση και τις σπηλιές, και σε τι θα διαφέραμε απ' τα ζώα. Και, βέβαια, ευτυχώς που υπάρχουν κι άλλες γυναίκες, κι ευτυχώς που πάντα θα υπάρχουν, ο σοφός άνθρωπος ξέρει να εκτιμά τη συνάντηση με την ευτυχία όσο σύντομη κι αν είναι αυτή, κάπου το 'χε διαβάσει, κι όποιος το 'πε ήξερε.

Η Βασιλική, γεννημένη για ν' ανήκει σ' έναν άντρα, του είναι πιστή. Ακόμη. Πιο πιστή όμως είναι στη δίαιτά της, τα γραμμάρια της έχουν γίνει έμμονη ιδέα, ξαναφόρεσε τα παλιά της ρούχα, φύγανε τα περιττά κιλά και τι χαρά που ένιωσε. Ασχολείται με τη δουλειά της, τα παιδιά της, το σπίτι της. Σοβαρή, υπεύθυνη, μετρημένη, η τέλεια επαγγελματίας, μαμά, σύζυγος. Έτσι τουλάχιστον λένε οι γύρω, κι αυτοί κάτι θα ξέρουν, πάντα άλλωστε οι γύρω ξέρουν περισσότερα από μας, κι ιδίως όταν πρόκειται για μας.

Το βράδυ, κι αφού παίξουν με τα παιδιά, τα ταΐσουν, τα βάλουν για ύπνο, καληνυχτήσουν και την αλβανή, το ζευγάρι πέφτει επιτέλους στο κρεβάτι, μια μεγάλη τηλεόραση στολίζει την κρεβατοκάμαρα, είναι κι επίπεδη, σκέτη απόλαυση, βλέπουν λίγο ό,τι δείχνουν τα κανάλια, ε, μην έχουμε κι απαιτήσεις τέτοια ώρα, μετά κοιμούνται αγκαλίτσα, καλά που η τηλεόραση κλείνει μόνη της.

Κι είναι φορές που ένα όνειρο, το ίδιο πάντα, επισκέπτεται τη Βασιλική: Την έχουν, λέει, καλέσει σε γιορτή. Φοράει μαύρο, προκλητικό, φίνο φόρεμα, που καλύπτει τα πάντα και δεν κρύβει τίποτε. Είναι όμορφη, είναι εκθαμβωτική, είναι βαμμένη, είναι στολισμένη. Κάθεται στον καναπέ, τα πόδια σταυρωμένα, χαμογελάει, όπως μόνον αυτή ξέρει, μιλάει ελάχιστα, κοιτάει. Γύρω της άντρες, οι καλύτεροι του κόσμου, της μιλούν, της χαμογελούν κι αυτοί, την προσκαλούν, τη θέλουν, την παρακαλούν, την ποθούν, της υπόσχονται, της προσφέρονται, άλλες γυναίκες δεν υπάρχουν, ή, κι αν υπάρχουν, δεν φαίνονται στο φόντο, ένας είν' ο γυναικείος ρόλος, ο δικός της. Κι η Βασιλική νιώθει γλυκά, όμορφα, ερωτικά, ερεθιστικά, υπέροχα, άλλωστε το 'χει ξαναδεί τ' όνειρο, την πρώτη φορά ήταν που ξαφνιάστηκε, τώρα δεν χρειάζεται να βιαστεί, όχι, η βραδιά είναι όλη δική της, της ανήκει, μόνο σ' αυτήν, και θα την περιμένει, όσο χρειάζεται, να κάνει την επιλογή της.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

Husbands and Wives (ζευγάρι 1)


Αντώνης και Αντωνία

Γνωρίστηκαν, πριν από χρόνια, παντρεμένοι κι οι δυο. Με άλλους φυσικά. Τα δυο ζευγάρια συναντήθηκαν σε σπίτι φίλων, ταίριαξαν, άρχισαν να κάνουν παρέα. Εκδρομές, ταβέρνες, σινεμά, θέατρο. Σιγά σιγά παρέα άρχισαν να κάνουν κι ο Αντώνης κι η Αντωνία, χωριστά. Χωρίς να το μάθουν τα ταίρια τους. Πλησίασαν ο ένας τον άλλον, άνοιξαν τις καρδιές τους, εκμυστηρεύτηκαν τα προβλήματά τους. Διηγήθηκαν, ο ένας στον άλλον, τις ζωές τους, τους παλιούς τους έρωτες, τα φοιτητικά τους χρόνια, τους γάμους τους, τα όνειρά τους, την απογοήτευση απ' τους τωρινούς τους συντρόφους, τις ελπίδες τους για το μέλλον.

Δεν ήθελε πολύ, κάποια στιγμή, ν' αγκαλιαστούν, να φιληθούν, να κάνουν έρωτα. Η χημεία τους ταίριαξε, μετά από καιρό ένιωσαν όμορφα. Ξεκίνησε η παράλληλη ζωή, τα ψέματα, τα χτυποκάρδια, ο κλεμμένος χρόνος, η αγωνία της συνάντησης, η δυστυχία στο σπίτι. Υπέφεραν, χαίρονταν, συναντιόντουσαν, έσμιγαν σε ξενοδοχεία, στο αυτοκίνητο, σε τουαλέτες, όπου μπορούσαν.

Μετά από λίγο ο Αντώνης σταμάτησε να έχει σχέσεις με τη γυναίκα του, η σκέψη και μόνον ότι θα την ακουμπούσε του φαινόταν αφόρητη. Δε συνάντησε πρόβλημα, τον είχε βαρεθεί κι η γυναίκα του, που, απορροφημένη απ' τα παιδιά, τα μαγειρέματα, τα ψώνια, το σπίτι και τις σκοτούρες, είχε, όπως τόσες άλλες, παραμελήσει τον εαυτό της.

Η Αντωνία, αντίθετα, δεν ήταν τόσο τυχερή. Σεξουαλική και θερμή γυναίκα, ο άντρας της τη γύρευε σχεδόν κάθε βράδυ, αδιαπραγμάτευτο προνόμιο, άλλωστε τόσα χρόνια, δεν είχε συναντήσει άρνηση. Συνέχισε λοιπόν η Αντωνία να του δίνεται, έκλεινε τα μάτια, σκεφτόταν τον Αντώνη, υπέφερε.

Κάποτε, ο Αντώνης δεν άντεξε άλλο. Ζήτησε διαζύγιο, χωρίς να εξηγήσει το λόγο. Η γυναίκα του έκλαψε, χτυπήθηκε, μάταια, ο Αντώνης είχε ήδη μετακομίσει, μικρό και ταπεινό το καινούργιο του σπίτι, με την Αντωνία όμως μέσα φάνταζε παλάτι.

Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, κι η Αντωνία βρήκε, επιτέλους, το θάρρος να χωρίσει. Τράβηξε βέβαια πολλά, ο σύζυγος, βλέπετε, χρόνια τώρα θεωρούσε την Αντωνία κτήμα του. Την πίεσε να του πει αν υπήρχε άλλος άντρας, αυτή το αρνήθηκε, εκείνος επέμενε, φώναζε, απειλούσε, εκβίαζε με τα παιδιά, όλα όμως τα υπέμενε η Αντωνία, σκεφτόταν τον Αντώνη και τα βουνά έρχονταν προς το μέρος της.

Κάποτε ο σύζυγος κουράστηκε, υποχώρησε, ηττήθηκε, βρήκε κι άλλο ερωτικό ταίρι, ηρέμησε. Η Αντωνία νοίκιασε σπίτι, μετακόμισε, κι άρχισε να μοιράζει τη μέρα της ανάμεσα στη δουλειά της, τα παιδιά της, τον Αντώνη, τα τρία σπίτια.

Βγήκαν τα διαζύγια, παντρεύτηκαν, νομιμοποίησαν τη σχέση τους, το' μαθαν κι οι φίλοι τους, τελευταίοι το 'μαθαν και οι τέως, σοκαρίστηκαν, πικράθηκαν, ήταν όμως αργά, άλλωστε η ζωή το μέλλον κοιτάει, καλές βέβαια οι αναδρομές αλλά όχι για πολύ, στο τέλος τους βαρέθηκαν, τους παράτησαν στην ησυχία τους, έγινε ο γάμος, έμειναν, επιτέλους, μαζί. Και με τα παιδιά της Αντωνίας. Όσο για τα παιδιά του Αντώνη, έμειναν με τη μάνα τους, τα έβλεπε μόνο, όπως τόσοι και τόσοι γονείς, τα Σαββατοκύριακα.

Πέρασαν τρία χρόνια. Η δουλειά του Αντώνη πήγαινε μια χαρά. Έβγαλε λεφτά, αγόρασε σπίτι, αυτοκίνητο, εξοχικό. Και, μια μέρα ερωτεύτηκε μιαν άλλη, υπάλληλο στην επιχείρησή του. Κι όχι μόνο την ερωτεύτηκε, άρχισε να κοιμάται μαζί της. Κι όσο έκαναν έρωτα, τόσο την ερωτευόταν περισσότερο.

Ο Αντώνης δεν μπόρεσε να κρατήσει το μυστικό. Θεώρησε καλό, όπως πάντα έκανε στη ζωή του, να το συζητήσει. Κι όχι μόνο με τους φίλους του, αλλά και με την Αντωνία. Κυρίως μ' αυτήν, ήταν δυνατή γυναίκα, άντεχε τα πάντα, άκουγε, έδινε σωστές συμβουλές, δεν έδειχνε να ενοχλείται. Άλλωστε, χρόνια τώρα, αυτό έκανε, της έλεγε τα πάντα, όλη του η ζωή, παρελθόν, παρόν και λίγο μέλλον είχε φανερωθεί, με λεπτομέρειες, στην Αντωνία. Της μιλούσε, ξαλάφρωνε, ηρεμούσε, μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του. Μόνο που, να, τώρα υπήρχε μια μικρή, ίσως όμως όχι και τόσο επουσιώδης, διαφορά: Ο Αντώνης είχε παντρευτεί την Αντωνία. Ήταν όμως πολύ ερωτευμένος για να το σκεφτεί. Ερωτευμένος με την άλλη.

Η Αντωνία στενοχωρήθηκε, έσκασε, δυστύχησε. Φυσικό. Τι να κάνει όμως, κάτι ξέρει ο λαός που λέει πως, όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς. Άλλωστε στη σχέση αυτή είχε αποδεχθεί το ρόλο του ισχυρού, και, τώρα το κατάλαβε, δεν μπορούσε εύκολα πια να τον αρνηθεί. Αποφάσισε να κάνει υπομονή, να μείνει δίπλα του, να του δίνεται πιο όμορφα, να προσπαθήσει να τον ξανακατακτήσει (ήταν καλή σ' αυτό, το είπαμε), να περιμένει την επιστροφή του ασώτου.

Δικαιώθηκε. Μετά από λίγο η μικρή έκανε το μοιραίο σφάλμα, άρχισε να ζητάει συγκατοίκηση, διαζύγια, γάμους, υπολόγισε λάθος τη δύναμή της, πίστεψε ότι, με μόνο όπλο το λυγερό κορμάκι της θα μπορούσε, με μιας, να εκπορθήσει τόσο ισχυρό κάστρο. Ο Αντώνης την παράτησε, την είχε άλλωστε χορτάσει, ξέρετε δα πως είναι οι άντρες μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, το συζήτησε και με την Αντωνία, τη θάψανε από κοινού, το χάσμα έκλεισε, ο γάμος άντεξε.

Ο Αντώνης συνέχισε να κερδίζει χρήματα. Αγόρασε στην Αντωνία αυτοκίνητο. Κοσμήματα. Πλήρωσε για να πάνε τα παιδιά της στα καλύτερα σχολεία. Της πήρε εξοχικό. Πήγανε κρουαζιέρα σε όμορφα, μακρινά μέρη, ξαναβρέθηκαν.

Σε λίγο καιρό ξαναερωτεύτηκε. Κι η ιστορία επαναλήφθηκε. Κι όχι μόνο μια φορά. Κι όπως πάντα η Αντωνία ήταν υποχρεωμένη να ακούει ακόμη και τις λεπτομέρειες. Με σφιγμένη καρδιά. Και δώστου πάλι να προσπαθεί να τον κερδίσει, να τον φέρει πίσω, να ξεπεράσουν κι αυτό το κακό.

Κάποια στιγμή, η Αντωνία ερωτεύτηκε κι αυτή. Όχι, δεν έκανε έρωτα. Δεν πρόφτασε. Αντάλλαξε όμως τρυφερά sms, ήπιε λίγους καφέδες στα κλεφτά, φίλησε ξένα χείλη, χτύπησε διαφορετικά η καρδούλα της, ζωντάνεψε το κορμί της, ζεστάθηκε, ξανάνιωσε. Είχε ξεμάθει όμως απ' τη διπλή ζωή, τόσα χρόνια στη νομιμότητα τα κόλπα είχαν ξεχαστεί, ο Αντώνης κάτι κατάλαβε, τη ρώτησε, την πίεσε, κι η Αντωνία το παραδέχθηκε, άλλωστε τόσα και τόσα είχε υποστεί, γιατί να μην έχει κι αυτή το δικαίωμα να πιει μια γουλίτσα απ' την πηγή της ζωής, όχι, δεν ήθελε πολύ, μια μπουκιά μόνο απ' το μήλο του παραδείσου, κι αυτό για να βρει δυνάμεις να προχωρήσει, Θεέ μου, τι δικαιοσύνη, επί τέλους, είναι αυτή;

Το δικαίωμα αυτό αποδείχθηκε ότι δεν το είχε. Ο Αντώνης έγινε έξαλλος, μόνο που δεν την έδειρε, αν είναι δυνατόν άλλος άντρας να αγγίξει τη γυναίκα του, αυτή ήταν μόνο δική του, του ανήκε, πάει και τέλειωσε, πώς θα σταθεί στην κοινωνία αν το μάθουν οι φίλοι του, ούτε να το συζητά, όσο γι αυτόν, μα, αυτός ήταν άντρας, και για τους άντρες ισχύουν άλλοι νόμοι, όλοι το ξέρουν αυτό, το γράφει κι η Παλαιά Διαθήκη, το τραγούδησε κι ο Όμηρος, μόνο η Αντωνία δεν το 'χε ακούσει. Το τελεσίγραφο ήταν ξεκάθαρο: Ή αυτός ή ο άλλος. Όχι όμως κι οι δυο. Ούτε για μια στιγμή.

Η Αντωνία αγανάκτησε, θύμωσε, χτυπήθηκε, σκέφτηκε, για μια στιγμή να χωρίσει, φαντάστηκε μια νέα αρχή, με τον άλλον, μετά συνήλθε, όχι, αυτό δεν γίνεται, είχε άλλωστε μάθει και στα μεγαλεία, κι αυτά δεν τα εγκαταλείπει κανείς εύκολα, όλοι το ξέρουμε αυτό.

Σταμάτησε λοιπόν τα sms, πάει ο έρωτας, μαράθηκε πριν ανθήσει, κλείστηκε στο καβούκι της, οι σιωπές της δυνάμωσαν, μαζί κι οι μερίδες του φαγητού, ακολούθησαν και τα ρούχα της, μοιραίο ήταν, πάει πια αυτή η κορμοστασιά, που τόσο είχε συγκινήσει τον Αντώνη χρόνια πριν, πέρασε στην ιστορία, για πάντα.

Ο Αντώνης και η Αντωνία είναι πάντα μαζί. Τις προάλλες έκλεισαν επτά χρόνια γάμου, έκαναν και γιορτή. Αγαπιούνται, αυτό δεν συζητείται. Έστω κι αν η Αντωνία έχει γίνει αγνώριστη. Έστω κι αν ο Αντώνης λείπει όλο και πιο πολύ απ' το σπίτι. Κι έστω κι αν, όταν βρίσκονται με φίλους, η ένταση δεν κρύβεται. Κι ο θυμός, κι η απογοήτευση. Που ξεσπούν με το παραμικρό. Και φορτίζουν την ατμόσφαιρα, τη γεμίζουν αρνητική ενέργεια, φόβο και στενοχώρια.

Έχει μείνει η κατανάλωση, κάτι είναι κι αυτό, πάλι καλά, το σκέφτεστε να 'ταν και φτωχοί, τι δυστυχία, Θεέ μου ...

Αν σκέφτονται να χωρίσουν; Όχι βέβαια, ο γάμος είναι ιερός θεσμός. Έστω κι έτσι. Αυτό δεν συζητείται. Άλλωστε, ένα διαζύγιο είναι αρκετό. Κι όσο για τις δυσκολίες, θα περάσουν, λίγη προσπάθεια θέλει, κι αυτοί, στο βάθος, ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, μήπως κι οι άλλοι είναι σε καλύτερη κατάσταση, συμβαίνουν αυτά στα ζευγάρια, ο καιρός φθείρει, πρέπει να το δεχθούμε. Τέτοια κι άλλα πολλά συνήθιζαν, μετά άπό κάθε θύελλα, να λένε στους φίλους. Κι εκείνοι έσπευδαν να συμφωνήσουν, άντρες και γυναίκες, δεν τους έπεφτε, άλλωστε, λόγος, ένας καυγάς στην παρέα ήταν αρκετός, κι έπειτα, ποιοι ήταν αυτοί για να κρίνουν, δεν κοίταγαν καλύτερα τα δικά τους, λίγα βάσανα είχαν;