Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 28, 2006

Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε (στις δηλώσεις μόνο λίγη προσοχή)


Η σχέση τους κρατούσε χρόνια. Με διακυμάνσεις. Ποτέ όμως η φωτιά δεν έσβησε, αντίθετα κάθε τόσο φούντωνε. Αν και τα λόγια σπάνιζαν, κυρίως απ' τη μεριά του. Όχι γιατί του ήταν αδιάφορη, κάθε άλλο. Υπήρχε όμως η άλλη σχέση, η επίσημη, η νόμιμη, κι ο χώρος που περίσσευε δεν ήταν πολύς. Εκείνη πάλι, χωρίς τέτοιες δεσμεύσεις, δεν παρέλειπε, κατά καιρούς, να δοκιμάζει την τύχη της με άλλους άντρες. Όποτε όμως βλέπονταν, ήξεραν πού θα καταλήξουν. Όμορφα, γλυκά, απελπισμένα. Και μετά συνέχιζαν τη ζωή τους. Χωριστά.

Τώρα, πώς είχαν καταφέρει να ελέγξουν τη ζήλια, εκείνοι ήξεραν. Απ' τη μεριά του, αποφεύγοντας, στον λίγο χρόνο που τους είχε δοθεί, τις προσωπικές ερωτήσεις, μη δείχνοντας (φανερά) κανένα ενδιαφέρον για τις αγάπες της, τις χαμηλές της πτήσεις, τις περιπλανήσεις της. Το ίδιο κι εκείνη, αν και με λιγότερη επιτυχία. Ένα μόνο την ενοχλούσε πολύ. Η φωτογραφία της άλλης. Γι αυτό κι εκείνος φρόντιζε να την κρύβει. Η πρόκληση άσκοπου πόνου είναι μεγάλη αμαρτία, το πίστευε βαθιά.

Μια μέρα, γυμνή στην αγκαλιά του, άφησε μια φράση να πέσει απ' τα όμορφα χείλη της: ξέρεις, μου 'χεις κάνεις μεγάλο κακό, είναι τόσο ωραία μαζί σου που δεν μπορώ να μείνω με κανέναν, έχω προσπαθήσει τόσο, αλλά τους συγκρίνω όλους με σένα και τους απορρίπτω.

Αγχώθηκε, την ήξερε καλά, μιλούσε ελάχιστα, ειδικά τέτοιες στιγμές. Προτιμούσε να κλείνει τα μάτια της, να αισθάνεται, να ταξιδεύει, να δίνει και να δέχεται ηδονή. Όμως κολακεύτηκε. Φυσικό ήταν, άντρας γαρ, δεν ακούς τέτοιες δηλώσεις κάθε μέρα. Και την αγάπησε περισσότερο. Κάθε φορά όμως για 2 ώρες το πολύ. Μετά η αληθινή ζωή τον περίμενε. Κι η δική της ομοίως.

Το καλοκαίρι χάθηκαν. Ο καθένας με την παρέα του. Μόνο ένα μήνυμα του 'στειλε, ρωτώντας τον αν ξέχασε ό,τι άφησε πίσω του (η έκφραση, είπαμε, δεν ήταν το δυνατό της σημείο).

Ξαναειδωθήκαν. Κάτι όμως είχε αλλάξει. Την πρώτη φορά αυτός δεν έδωσε σημασία, βιαζόταν, η δουλειά δεν μπορούσε να περιμένει. Τη δεύτερη κατάλαβε πως η έκφρασή της δεν ήταν φυσιολογική, σα να πονούσε. Συμβαίνει τίποτε; ρώτησε. Ναι, είπε, κοιτώντας αλλού, δεν νιώθω πολύ καλά. Τι, πες μου, μήπως είσαι έγκυος; (πώς τούρθε να ρωτήσει, τι φαντασία Θεέ μου). Ναι, απάντησε απλά. Γύρισε και την κοίταξε. Ο κόσμος άρχισε να γυρίζει. Τον αγαπάς; Ναι, ψιθύρισε μετά από λίγη ώρα, που του φάνηκε αιώνας. Δηλαδή είσαι ερωτευμένη; Μάλλον. Θα τον παντρευτείς; (κι αυτό πάλι, τι το ρώτησε, σε 1 λεπτό πώς γκρέμισε ό,τι χρόνια έχτιζε). Το σκεφτόμαστε, είπε.

Τέλειωσε τον καφέ, έφυγε. Με μαύρη την ψυχή. Κι από τότε τη σκέφτεται. Συνεχώς. Όσο ποτέ άλλοτε. Αυτός, που πάντα της έλεγε να φύγει μακριά του, να βρει άλλον, άλλους, άλλες, ο,τιδήποτε. Που της είχε καταστήσει σαφές, με χίλιους τρόπους, ότι η βασική του σχέση ήταν αδιαπραγμάτευτη. Και που μια ζωή αγχωνόταν μήπως κι εκείνη μείνει έγκυος απ' αυτόν. Ε λοιπόν εισακούστηκε. Το παιδί είναι αλλουνού, τα πράγματα θα τραβήξουν το δρόμο τους, η φθορά πια δεν θα τον αφορά, πώς να τα εξηγήσει όμως όλ' αυτά στο κορμί του που την αποζητά και στην ψυχή του που, τώρα πια, ξεχειλίζει απ' την ύπαρξή της ...

Μόνο μετά από καιρό δέχθηκε να σκεφτεί ήρεμα, να συζητήσει με τον εαυτό του, να συμφιλιωθεί με την οριστική απώλεια. Ξαναθυμήθηκε το παρελθόν του, τις γυναίκες που μπήκαν και βγήκαν στη ζωή του, τον λογαριασμό που πάντα ερχόταν στο τέλος, το τίμημα που, τις περισσότερες φορές, ήταν υπερβολικό. Γιατί τώρα ήταν διαφορετικά; Μα, ίσως γιατί αυτή τη φορά, έφτασε πολύ κοντά στην ύβρη, δάγκωσε λίγο απ' το μήλο της Εδέμ, ενεργοποίησε τους μηχανισμούς της πτώσης. Και γιατί, αν ο ανέγγιχτος απ' την καθημερινότητα έρωτας είναι τόσο ηδονικός όταν βιώνεται, ξέρει να 'ναι κι αφόρητα σπαραχτικός όταν χάνεται.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 26, 2006

Is the grass greener over there?


"... Αναρωτιόμουν πώς βιώνει κανείς το πέρασμα των συνόρων. Τι νιώθει; Τι σκέφτεται; Θα πρέπει να είναι μια στιγμή γεμάτη μεγάλες συγκινήσεις και ένταση, μια στιγμή που σε συγκλονίζει. Στην άλλη πλευρά - πώς να είναι άραγε; Σίγουρα διαφορετικά. Τι σημαίνει, όμως, αυτό το "διαφορετικά"; Τι όψη έχει; σε τι μοιάζει; Ή μήπως δεν μοιάζει με τίποτα από όσα ξέρω, και επομένως είναι κάτι το ακατανόητο, το αφάνταστο; Αλλά στην πραγματικότητα, η μεγαλύτερη επιθυμία μου, αυτή που δεν με άφηνε να ησυχάσω, αύτη που με βασάνιζε και με τυραννούσε, ήταν πιο απλή. Αυτό που συγκεκριμένα με ενδιέφερε ήταν ένα πράγμα μόνο - η ίδια η στιγμή, η ίδια η πράξη, η πιο απλή πράξη:ν α π ε ρ ά σ ω τ α σ ύ ν ο ρ α. Να τα περάσω και να επιστρέψω αμέσως ... "Σκεφτόμουν την Τσεχοσλοβακία", απάντησα. Για μένα το ζήτημα δεν ήταν το Παρίσι ή το Λονδίνο, όχι, αυτά τα μέρη ούτε που τολμούσα να τα φανταστώ, και, ίσα ίσα, δεν με ενδιέφεραν. Αυτό που ήθελα ήταν να π ε ρ ά σ ω τ α σ ύ ν ο ρ α κάπου, δεν είχε σημασία πού, γιατί αυτό που ενδιέφερε δεν ήταν ο προορισμός, δεν ήταν το τέρμα, αλλά η σχεδόν μυστικιστική και υπερβατική πράξη τ ο υ π ε ρ ά σ μ α τ ο ς τ ω ν σ υ ν ό ρ ω ν ..."

(του πολωνού Ρίσαρντ Καπισίνσκι, από το εξαιρετικό βιβλίο "Ταξίδια με τον Ηρόδοτο").

Δεν μπόρεσα να συνεχίσω. Η πανέμορφη περιγραφή του Καπισίνσκι για την τόσο τολμηρή νεανική του φαντασίωση - βρισκόμαστε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην κομμουνιστική Πολωνία, όπου ακόμη κι η αχαλίνωτη σκέψη σταματούσε στη γειτονική Τσεχοσλοβακία - ξύπνησε μνήμες και συναισθήματα, που, χωρίς να σεβαστούν τα άγρια μεσάνυχτα, ήρθαν και χώθηκαν ανάμεσα σ' εμένα και το βιβλίο.

Θυμήθηκα πώς ένιωσα κι εγώ, όταν για πρώτη φορά πέρασα τα σύνορα, το αίσθημα ελευθερίας που με κατέκλυσε, τη διαφορετική ταυτότητα που απέκτησα, το ανάλαφρο βήμα μου στην ξένη χώρα, τις εντυπώσεις που χαράζονταν μέσα μου, την περιέργεια και για πιο ασήμαντα πράγματα, τη χαρά της επιστροφής.

Κι ακόμη πιο πριν, όταν λαχταρούσα να τα περάσω, μόνο και μόνο για να δω, όπως και ο Καπισίνσκι, τι υπήρχε από την άλλη πλευρά. Τα πρώτα μου λεφτά, που γίνανε ταξίδι, τις νεανικές μου συζητήσεις για τα διαφορετικά πολιτικά συστήματα, και την απορία στην οποία κι ο πιο φλογερός επαναστάτης δεν μπόρεσε πειστικά να μου απαντήσει: πώς μπορείς να' σαι ευτυχισμένος, έστω και με ψωμί παιδεία ελευθερία, όταν περιβάλλεσαι από τείχη.

Από τότε μεσολάβησαν πολλά ταξίδια, το τείχος του Βερολίνου έπεσε, οι βίζες καταργήθηκαν, η Ευρωπαϊκή Ένωση αχρήστευσε τα διαβατήρια, τα εισιτήρια φθήνυναν, οι μετακινήσεις από χώρα σε χώρα έγιναν καθημερινότητα και, τουλάχιστον στην Ευρώπη, οι πληθυσμοί πατούν πια αδιάφορα πάνω σε δυσδιάκριτες συνοριακές γραμμές, χωρίς έστω και μια μικρή σκεψούλα για τις χιλιάδες και τα εκατομμύρια εκείνων που, μέχρι και πριν από λίγο, έχασαν γι αυτές τη ζωή τους.

Η αίσθηση όμως της ελευθερίας, της χαράς, της περιέργειας και της προσμονής δεν λέει να φύγει. Μαζί κι η ζήλεια για όσους μένουν πάνω στις μαγικές αυτές γραμμές και μπορούν όχι μόνο να βλέπουν αλλά και να περνούν απέναντι. Κι η απέχθεια για κάθε σύστημα που ευαγγελίζεται την ευτυχία κλειδώνοντας τους ανθρώπους μέσα και στερώντας τους τη χαρά να επιλέξουν ελεύθερα την απώλεια του παραδείσου, δικαίωμα που παραχωρήθηκε ακόμη και στους πρωτόπλαστους.

Να καταργηθούν λοιπόν τα σύνορα; Ούτε κουβέντα, μη τα πειράξετε. Ελεύθερα, χαρούμενα, στολισμένα, να υπάρχουν όμως. Με τα εμβλήματα, τις σημαίες, τις μεγάλες πινακίδες, τους ένστολους, τις διαφορετικές γλώσσες, ένδειξη ότι σε λίγα μέτρα κάτι αλλάζει, κάτι για το οποίο το ταξίδι έχει ήδη δικαιωθεί.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 19, 2006

Underground beauty


Μετρό, γραμμή Δουκίσσης Πλακεντίας - Μοναστηράκι, πρωί. Το βαγόνι γεμάτο, συνηθισμένη, καθημερινή κατασταση, μέχρις ότου μπαίνει εκείνη. Ψηλή, καλοντυμένη, όμορφη. Πολύ όμορφη, εκνευριστικά όμορφη, αφόρητα όμορφη. Κρατάει μια μικρή τσάντα κι ένα μεγάλο filofax. Τα βλέμματα στρέφονται προς το μέρος της, οι ομιλίες αλλάζουν τόνο, η ατμόσφαιρα φορτίζεται, η ένταση ανεβαίνει, σκέψεις, επιθυμίες, φαντασιώσεις, λαχτάρες στριμώχνονται δίπλα μας, ταξιδεύουν μαζί μας. Αρσενικές και θηλυκές. Εκείνη κοιτάει μπροστά, η ματιά της δεν εστιάζει πουθενά, δεν βλέπει κανέναν, είναι αδιάφορη, σκέφτεται τα δικά της, δεν υπάρχουν άλλοι, κυρίως δεν υπάρχουν άλλες, αλοίμονο δα που θα καταδεχτεί να συγκριθεί, πού, στο μετρό, αν είναι δυνατόν (κι ας είμαστε στο Μέγαρο Μουσικής) ... Ευτυχώς, σε δυο στάσεις κατεβαίνει, απομακρύνεται, χάνεται. Το τραίνο ξεκινάει, τα μάγια λύνονται, ο κόσμος ξαναγίνεται φυσιολογικός, οι ομιλίες δυναμώνουν. Πάλι καλά, γιατί η πολλή ομορφιά δεν αντέχεται για ώρα, κι αν είναι στα μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν αντέχεται ούτε για λίγο. Για το τελευταίο όμως ας μην ανησυχούμε, με 80 μόνο λεπτά η ησυχία μας από τέτοιες ενοχλήσεις είναι (τι κρίμα) σε μεγάλο βαθμό εξασφαλισμένη ...

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

Αγάπη για πάντα (δηλ. για κάμποσο)


"Σ' αγαπώ, σε λατρεύω, μόνο εσένα θέλω, ούτε να φανταστώ δεν μπορώ πως μια μέρα θα υπάρχω μακριά σου, κρυώνω, πάρε με αγκαλιά, ζέστανέ με, φίλα με, αχ μωρό μου, νάξερες πώς νιώθω κλπ". Αυτά μέχρι πριν από λίγους μήνες.

"Τάχω φτιάξει με τον Χ, πολύ καλό παιδί, βέβαια δεν είναι σαν κι εσένα, απλά θέλω κάποιον δίπλα μου, πόσο πολύ με πλήγωσες που μ' έδιωξες, νάξερες τι κακό μου έκανες, δεν μπορείς να φανταστείς τι πέρασα τόσο καιρό, πάντως είναι τρελά ερωτευμένος μαζί μου, και πόσο ζηλεύει, έλα, δώσε μου το χέρι σου να το χαϊδέψω, θέλω να δω αν είναι όπως το ήξερα, α, αυτός είναι (στο κινητό), μισό λεπτό κλπ". Αυτά σήμερα.

Τι μεσολάβησε; Ά, όχι και τίποτε πολύ σημαντικό, απλά, μια απόρριψη, ένα κλείσιμο της πόρτας, ένα οριστικό αντίο.

Τώρα, δεν νομίζω να πιστεύεις πως οι (τέως) έρωτές μας πρέπει να είναι σε αέναη τροχιά γύρω μας, ελεύθεροι, μόνοι και διαθέσιμοι (προπαντός αυτό), μπας και κάποτε τους χρειαστούμε και τους ανακαλέσουμε σε δράση ... Γιατί, αν σκέφτεσαι έτσι, δεν ονειρεύεσαι έρωτες, φυλακές φαντάζεσαι, κι εσύ να κρατάς το κλειδί ...

Μα, αν είναι δυνατόν, μακριά από μας αυτά τα πράγματα, τι άθλιες σκέψεις Θεέ μου, εμείς το μόνο που θέλουμε είναι το καλό των τέως μας, σχεδόν προσευχόμαστε να βρουν την ευτυχία που δεν μπορέσαμε να τους χαρίσουμε κοντά σε κάποιον άλλον. Εξάλλου, πάει πια, πέρασε το πάθος, πάει κι η αγάπη, εντάξει, δεν λέω, κάποιες μνήμες επιμένουν, αλλά κι αυτές ξεθωριάζουν, πού θα πάνε, θα χαθούν, η γη είναι στρογγυλή, άλλη ύπαρξη θα φανεί στον ορίζοντα, θα σκιάσει το τοπίο, θα κλείσει την όραση ...

Τότε προς τι η στενοχώρια; Γιατί τόσος εγωισμός; Πού οφείλεται η μαυρίλα που κάλυψε τα σωθικά; Ποιος ξαναζωντάνεψε το πεθαμένο (χαχα) παρελθόν; Πώς άνοιξε η βαριά πόρτα της λήθης; Τι πειράζει που το (τέως) αντικείμενο του πόθου χαρίζει τα κάλλη του αλλού; Γιατί να μην ακούσει κι άλλος τη φωνή της, που, την κρίσιμη στιγμή, τόσο σε τρέλαινε; Πόσο ακόμη θα ζήσουμε; Τι σημασία θα 'χουν όλ' αυτά σε λίγα χρόνια;

Άστο, μη το σκέφτεσαι άλλο, θα περάσει, φταίει κι η αποψινή βροχή, βάλε ένα ποτήρι κρασί και πιες το στην υγειά της, ίσως, σε τελική ανάλυση, δεν άξιζε την τόση αγάπη, κρίμα, μιλούσε τόσο σίγουρα, απόλυτα και απλά, που, προς στιγμήν, είχε γίνει πιστευτή ... Κι εξάλλου, χίλιους άντρες να γνωρίσει, άλλον σαν κι εσένα δεν θα βρει (αχ καημένε).