Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Deconstructing Mamy




Από την πρώτη στιγμή που, μικρό παιδί, τον γνώρισα στο σχολείο, κατάλαβα πως κάτι σοβαρό τον βασάνιζε. Κι όσο πλησιάζαμε ο ένας τον άλλον και προχωρούσε η φιλία μας, τόσο μου μιλούσε για το πρόβλημά του.

Τι του συνέβαινε; Κάτι που, αν και πολύ προσπάθησα να δεχθώ, μου φάνταζε, τότε, αδιανόητο: Η μαμά του δεν τον αγαπούσε. Και, σε κάθε ευκαιρία, του το ‘δειχνε, όποιος κι αν ήταν μπροστά. Κι όπως μπορούσε. Με λόγια, με πράξεις, με παραλείψεις, με υπαινιγμούς, με σιωπές κι αναστεναγμούς, με το βλέμμα της, τη στάση της, το κορμί της. Την ίδια στιγμή που, αντίθετα, λάτρευε τα δίδυμα. Ό,τι κι αν έκαναν, όσο άδικο κι αν είχαν. Τα δίδυμα ήταν οι μικροί της θεοί. Τόσο που, μερικές φορές θαρρούσες πως, αν της έλεγαν πως τα λατρεμένα της αυτά πλάσματα έκαναν φόνο, θα ‘σκιζε τα ρούχα της για την αθωότητά τους, και, με κάποιο μαγικό τρόπο, θα ‘ριχνε το φταίξιμο στον φίλο μου.

Ο μπαμπάς; Στον κόσμο του. Δικηγόρος, απ' τους πετυχημένους μάλιστα, όλη μέρα μακριά απ’ το σπίτι, αιώνια απασχολημένος, γενικά απών από τα οικογενειακά θέματα. Γύριζε το βράδυ, διάβαζε την εφημερίδα του, έτρωγε, έλεγε δυο τυπικές κουβέντες, έβλεπε τις ειδήσεις και κοιμόταν. Α ναι, και πλήρωνε. Καλά, πολύ καλά, τίποτα δεν τους έλειπε. Τίποτα που να μπορεί να αγοραστεί, τίποτα δηλαδή επουσιώδες.

Είχε κι αυτός τα δίκαιά του. Η ιστορία του, όχι πολύ πρωτότυπη, τουλάχιστον στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Φτωχό παιδί από ορεινό χωριό, μεγάλωσε με τη λαχτάρα να πάει μπροστά. Μοναχοπαίδι, με γονείς τσακισμένους απ' τον εμφύλιο, που, ένα όνειρο είχαν, να τον δουν να προκόβει. Τέλειωσε το δημοτικό πρώτος μαθητής, πήγε στο γυμνάσιο της κοντινής πόλης, διάβαζε όλη μέρα, έζησε με ξεροκόμματα, έδωσε εξετάσεις, πέτυχε στη νομική κι ήρθε στην πρωτεύουσα με λίγες δραχμούλες, φθαρμένα ρούχα, μεγάλες προσδοκίες κι ατέλειωτη φιλοδοξία. Και με κάτι άλλο όχι τόσο ασήμαντο, τη γοητεία του.

Κάποια στιγμή γνώρισε τη μαμά του φίλου μου, εύπορη κοπέλα που, τον καιρό εκείνο, φαινόταν βυθισμένη σ' ανεξιχνίαστα προβλήματα, ποτέ δεν κατάλαβε ποια, τι σημασία όμως είχε, άλλωστε, στ' άγρια εκείνα χρόνια της επιβίωσης η κατάθλιψη δεν είχε ακόμη εφευρεθεί, κι αν πάντως είχε αυτός το αγνοούσε.

Τον ερωτεύτηκε, έτσι τουλάχιστον έδειχνε, είπαμε, ήταν όμορφο παλικάρι, δεν αναρωτήθηκε γιατί, του πρόσφερε πρόθυμα το κορμί της, κάπως πολύ πρόθυμα μάλιστα. Δεν άργησε να μείνει έγκυος, ο γάμος ήταν η μόνη λύση, ούτε κατάλαβε πότε έγινε πατέρας, λίγο γρήγορα του φάνηκε, διάβαζε όμως για πτυχίο, το μόνο που μετρούσε ήταν τα μαθήματα. Γεννήθηκε ο φίλος μου, ο μπαμπάς έγινε δικηγόρος κι ο πεθερός του, δικηγόρος κι αυτός, τον πήρε στο γραφείο, τους νοίκιασε σπίτι, τους έτρεφε, τους προστάτευε. Μέχρις ότου κι αυτός, σκυλί μονάχο και περήφανο, δούλεψε σκληρά, πέτυχε, ανέβηκε, πλούτισε.

Σε έξι χρόνια η οικογένεια μεγάλωσε, προστέθηκαν τα δίδυμα, ήδη έμενε μαζί κι η ανύπαντρη αδελφή της μαμάς. Περίεργη και σιωπηλή γυναίκα, χαμένη στον κόσμο της. Που, μετά από έναν άτυχο έρωτα και μιαν απόπειρα αυτοκτονίας, κατέφυγε στο σπίτι του φίλου μου για να περάσει εκεί λίγους μήνες με την αγαπημένη της αδελφή και κόλλησε. Για πάντα.

Ο καιρός περνούσε, τα παιδιά μεγάλωναν, μαζί κι η περιουσία, αγοράστηκε καινούργιο σπίτι, μονοκατοικία με κήπο, ήρθαν μοντέρνα έπιπλα, ακριβές συσκευές, πολυτελές αυτοκίνητο, ωραία πράγματα, τα βλέπαμε και τα θαυμάζαμε, την αγάπη όμως της μαμάς ο φίλος μου δεν τη βρήκε. Κλείστηκε στον εαυτό του, στο δωμάτιό του, στους ελάχιστους φίλους του, στις μουσικές του, στον πόνο του, στη βουβή του αξιοπρέπεια. Με τον μπαμπά είχε, όπως κι η υπόλοιπη οικογένεια, τυπικές σχέσεις, με τα δίδυμα καμία επαφή, ήταν μεγάλη κι η διαφορά ηλικίας, κι η μαμά, αχ η μαμά, το μόνο άτομο που τον ενδιέφερε στον κόσμο, συνέχιζε να τον πληγώνει. Με χίλιους τρόπους, παλιούς και καινούργιους, βασανιστής αφιερωμένος σ’ ένα μόνο θύμα. Και να επαινεί τα δίδυμα.

Έμενε η φουκαριάρα η θεία. Τον συμπονούσε, χαζή δεν ήταν, πολλά έβλεπε και λίγα έλεγε, δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτε, όταν κάποτε προσπάθησε ν’ ανοίξει τα φτερά της τσακίστηκε στα βράχια, κι από τότε πέταξε λευκή πετσέτα, παραιτήθηκε, είχε, από τη μεριά της, τελειώσει τη ζωή της, απλά περίμενε καρτερικά να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, να της το πουν κι επίσημα.

Ο φίλος μου πήγε πανεπιστήμιο, στρατό, εξωτερικό, έκανε λαμπρές σπουδές, γύρισε πίσω, βρήκε δουλειά, το πρόβλημα όμως με τη μαμά δεν ξεπεράστηκε. Συνδέθηκε με κοπέλες, προσπάθησε να ζήσει φυσιολογικά, αγωνίστηκε, καμιά σχέση όμως δεν άντεξε, και πώς θα μπορούσε όταν το φάντασμα της μαμάς σκίαζε κάθε του σχέση, μέχρι που συνάντησε εκείνη. Την απλή, σιωπηλή, υπομονετική, στοργική, τρυφερή γυναίκα. Που μπορούσε να τον ακούει για ώρες, μέρες και μήνες να μιλάει για το πρόβλημά του, και να μην τον διακόπτει. Να μην ενοχλείται, να τον κοιτάει στα μάτια, να τον παρηγορεί. Και να του προσφέρει ό,τι ζητάει. Να του δίνει τα αυτιά της, το κορμί της, τον χρόνο της, την κατανόησή της. Όλο το 24ωρο, όλους τους μήνες, όλα τα χρόνια, χωρίς έστω ένα παράπονο. Είπαμε, χώρος γι άλλα παράπονα δεν υπήρχε, είχε όλος καταληφθεί, και, το χειρότερο, άγνωστο για πόσο.

Παντρεύτηκαν, άνοιξαν σπίτι, άρχισαν κοινή ζωή. Σύντομα μεταμορφώθηκε εκείνη σε μαμά του. Τον τάιζε, τον έντυνε, τον έγδυνε, τον έβαζε για ύπνο, του αγόραζε ό,τι ήθελε, του έκανε όλα τα χατίρια. Έρωτα έκαναν αραιά και που, ίσως και ποτέ, η σχέση τους άλλωστε δεν είχε στηριχθεί σ’ αυτό, και πώς να επιθυμήσεις τη μαμά σου, μια φορά έγινε αυτό στην αρχαιότητα κι είδατε τις συνέπειες. Κι όταν έπεφταν στο κρεβάτι, τον έσφιγγε πάνω της, τον χάιδευε, τον ηρεμούσε, τον νανούριζε, τον κοίμιζε, κι αυτός ένιωθε προστατευμένος, χωμένος όχι στο στήθος της γυναίκας του αλλά στο στήθος της μαμάς.

Για παιδιά βέβαια δεν υπήρχε χώρος, αστεία πράγματα, ο φίλος μου, είπαμε, έκανε για όλα τα παιδιά του κόσμου.

Άλλες γυναίκες στη ζωή του; Ούτε κατά διάνοια, όσες αποπειράθηκαν να τον κοιτάξουν κάπως διαφορετικά είδαν το κενό στα μάτια του κι έφυγαν φοβισμένες.

Κάποια μέρα ο μπαμπάς πέθανε. Έγινε η κηδεία, κανονίστηκαν τα κληρονομικά, κανένας δεν έδειχνε να στενοχωριέται, η μαμά μάλιστα δεν έκρυβε την ανακούφισή της, από πολλά χρόνια της ήταν βάρος, απλά τον ανεχόταν και, καρτερικά, περίμενε την επόμενη μέρα. Ο φίλος μου γέμισε ελπίδες, προσπάθησε να την πλησιάσει. Μάταιος κόπος, κάποτε το κατάλαβε κι απομακρύνθηκε σα δαρμένο σκυλί. Καλά που υπήρχε κι η γυναίκα του, έγλυψε τις πληγές του μπροστά της, τις έγλυψε κι αυτή, η σχέση τους ζεστάθηκε πάλι.

Πέρασε ο καιρός, πέθανε κι η μαμά. Όχι όμως πριν προφτάσει να κάνει διαθήκη. Με την οποία όλη η περιουσία πέρασε στα δίδυμα.

Δεν πήγε στα δικαστήρια, δεν χρειαζόταν λεφτά, αυτό που του έλειπε δεν θα του το ‘δινε κανένας δικαστής. Ξανατρύπωσε στη φωλιά του, από το σπίτι έβγαινε μαύρος καπνός, ακόμη και στη δουλειά του πήγαινε με μεγάλη προσπάθεια.

Σε λίγο αρρώστησε κι η θεία, βαριά, οι γιατροί δεν της έδιναν καμιά ελπίδα. Συνήθιζε να την επισκέπτεται στο νοσοκομείο, μετά από το γραφείο, τα δίδυμα ευτυχώς ούτε που ενδιαφέρθηκαν, καθόταν δίπλα της, δεν μιλούσαν, η θεία βυθισμένη σε κώμα κι αυτός στις σκέψεις του, στιγμές στιγμές έδειχναν τόσο ταιριασμένο ζευγάρι.

Ξαφνικά, ένα βράδυ, ζωντάνεψε και ζήτησε να του μιλήσει, τον παρακάλεσε μόνο να σκύψει γιατί δεν της έβγαινε η φωνή. Κι εκεί, εμβρόντητος, άκουσε το φοβερό μυστικό, που μια ζωή ήταν τόσο καλά φυλαγμένο.

Η μαμά, λίγο πριν παντρευτεί, είχε ερωτευτεί. Τρελά. Έναν ξένο γόη, διπλωμάτη κάποιας μεγάλης χώρας, πού να θυμάται η θεία ποιας, μήπως έμαθε ποτέ γεωγραφία;. Που τον είχε γνωρίσει σε κάποιο χορό. Σε λίγες μέρες την πήγε σπίτι του, έκαναν έρωτα, ξαναπήγαν, ξανάκαναν, η μαμά έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Το ίδιο κι ο διπλωμάτης. Που θα την έκανε γυναίκα του, θα την έπαιρνε στο εξωτερικό, θα τη λάτρευε όλη μέρα, θα την προσκυνούσε όλη νύχτα.

Ο παράδεισος κράτησε λίγους μήνες. Συναντιόντουσαν κρυφά, τις ώρες που η μαμά πήγαινε γαλλικά, εκεί κοντά έτυχε να μένει, τι τύχη, κι ο διπλωμάτης. Σ’ ένα διαμέρισμα βέβαια πολύ μικρό, με ελάχιστα έπιπλα, βιβλία, αντικείμενα και ίχνη ζωής, πού να προσέξει όμως η μαμά τέτοιες λεπτομέρειες, δεν είναι αυτά για ένα κορίτσι ούτε είκοσι χρόνων που ζει τον πρώτο της έρωτα. Και πού να προσέξει γενικώς. Με αποτέλεσμα να μείνει έγκυος.

Το είπε στον διπλωμάτη. Αυτός, πανικοβλημένος, την πήγε σε δικό του γιατρό. Ο γιατρός απέκλεισε την έκτρωση, υπήρχε κάποιο πρόβλημα υγείας, ούτε αυτό το θυμάται η θεία. Ο διπλωμάτης, με τη σειρά του, απέκλεισε τον γάμο. Γιατί, τώρα μόλις βρήκε τον χρόνο να το πει, ήταν ήδη παντρεμένος. Και πολύ μάλιστα, με δυο παιδιά. Άσε που, μα, πώς το 'χε ξεχάσει, είχε έρθει κι η μετάθεσή του, σε λίγες μέρες έφευγε απ' τη χώρα, πώς ήταν δυνατόν ν' αρνηθεί, η πατρίδα πάνω απ’ όλα, έπρεπε να σφίξει την καρδιά της και να δείξει κατανόηση. Οι γονείς, που αναγκαστικά το έμαθαν, μόλις συνήλθαν απέκλεισαν κι αυτοί, με τη σειρά τους, την πιθανότητα να γίνουν παππούδες μπάσταρδου. Το πλήρες αδιέξοδο. Μέχρι τη στιγμή που. ως από μηχανής θεός, εμφανίστηκε ο μπαμπάς. Των δίδυμων όμως. Όχι του φίλου μου.

Από τη στιγμή εκείνη η μαμά, που άλλον είχε ερωτευτεί κι άλλον αναγκάστηκε να πάρει, μίσησε τον διπλωμάτη. Μ’ όλη της την ψυχή. Και, μια που αυτός είχε κάνει φτερά, έστρεψε την αντιπάθειά της στο παιδί τους. Που, αν μπορούσε, θα του το ‘στελνε έξω, να το 'χει να το χαίρεται. Μαζί με τα δικά του, τα νόμιμα. Τα σωστά, τα καθαγιασμένα.

Αυτά είπε η θεία, και την άλλη μέρα πήγε να συναντήσει την αδελφή της.

Κι ο φίλος μου; Πώς το δέχθηκε; Μετά τις πρώτες μέρες, όταν άρχισε να συνέρχεται;

Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, για πρώτη φορά ένιωσε ήρεμος. Γαλήνιος, λυτρωμένος. Λες κι η μαμά, από τον τάφο της, τον αγάπησε αναδρομικά, με τον πιο όμορφο τρόπο. Δεν είπε τίποτε στη γυναίκα του. Γύρισε στη δουλειά του, κλείστηκε πιο πολύ στον εαυτό του. Ώσπου, μια μέρα, μεταμορφώθηκε. Το κουκούλι που τόσα χρόνια τον έπνιγε σκίστηκε. Και ξανάγινε άνθρωπος. Κανονικός. Άρχισε να μιλάει, να σχετίζεται με ανθρώπους. Είδε πως γύρω του υπήρχαν γυναίκες. Όμορφες, επιθυμητές, ανεξερεύνητες, άξιες ν’ αγαπηθούν. Άρχισε να έχει σχέσεις, να κάνει έρωτα, να χαίρεται. Και, μια μέρα, ενώ η γυναίκα του προσπαθούσε, όπως πάντα, να τον νταντέψει, της ζήτησε να χωρίσουν.

Εκείνη τρελάθηκε, έκλαψε, χτυπήθηκε, για πρώτη φορά αντέδρασε φυσιολογικά, ανθρώπινα. Μάταια, ήταν πολύ αργά, τα ζάρια είχαν ριχτεί, η ιστορία είχε γυρίσει σελίδα. Ο φίλος μου έφυγε από το σπίτι, νοίκιασε ένα διαμέρισμα, πήγε σε δικηγόρο, κάποτε βγήκε το διαζύγιο, ήταν, επιτέλους, ελεύθερος.

Και, λίγο καιρό μετά, σήκωσε το ακουστικό, μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να βγούμε, να του αφιερώσω ένα βράδυ, είχε τόσα να μου πει.

Αιφνιδιάστηκα, χρόνια είχαμε να ιδωθούμε, είχα τραβήξει κι εγώ τον δρόμο μου, οι πορείες μας είχαν πάψει να διασταυρώνονται. Κατάλαβα ότι το ήθελε πολύ, δέχθηκα, η ταβερνούλα που με πήγε ήταν όμορφη, απλή και ταπεινή, ήξερε ότι μόνον αυτές μου άρεσαν.

Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα όταν σταμάτησε, για πρώτη φορά, να μιλάει. Με κοίταξε στα μάτια και ζήτησε τη γνώμη μου.

Ένιωσα αμήχανα, παράγγειλα ένα ακόμη μπουκάλι κρασί. Μπροστά σε τέτοια κατάθεση ψυχής μόνον η σιωπή έχει νόημα, άλλωστε, μετά από τόσο καιρό δεν ένιωθα πολύ άνετα. Τράβηξα τη ματιά μου, και τότε πρόσεξα τη γατούλα που, ώρα στα πόδια μου, ζητούσε λίγο φαγάκι. 'Οπου να ‘ναι θα γεννούσε, η κοιλιά της ήταν τόσο φουσκωμένη, ίσως να ‘κανε και δίδυμα ή τρίδυμα ή ποιος ξέρει πόσα, κι ας ήταν μικρή, πρέπει να ‘ταν η πρώτη της γέννα.

Την κοίταξα, της έδωσα κάτι και, βλέποντάς την να τρώει με την ηδονή ζωγραφισμένη στο μουτράκι της, σκέφτηκα πόσο να την απασχολεί ο πατέρας των παιδιών της, κι αν, αύριο, θα τα αγαπήσει, θα τα προστατέψει, θα πεινάσει γι αυτά και θα 'ναι έτοιμη να δώσει και τη ζωή της ή όχι, ανάλογα με τα δράματα που παίχτηκαν γύρω της, πάνω της και μέσα της μέχρι να μείνει έγκυος. Μου ‘ρθε να γελάσω, μαζί και να κλάψω. Ο αγαπημένος μου Pessoa πέρασε πάλι από τη σκέψη μου: «Ο άνθρωπος δεν ξέρει περισσότερα από τα άλλα ζώα. Ξέρει λιγότερα. Αυτά ξέρουν ό,τι χρειάζεται να ξέρουν. Εμείς όχι».

Ο φίλος μου επέμεινε, ήμουνα, είπε, ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να εμπιστευτεί, μπορεί να 'χε χρόνια να με δει αλλά τα παιδιά δεν λαθεύουν στις εκτιμήσεις τους, κι η παιδική μας φιλία τον είχε πείσει για τον χαρακτήρα μου.

Μίλησα λίγο, διάλεξα μια μια τις λέξεις. Για το πεδίο μάχης που μου αποκάλυψε. Τη σφαγή που έγινε, τα πτώματα, την αιματοχυσία. Αθώα, ένοχα, λιγότερο αθώα, λιγότερο ένοχα, όλα θύματα του πεπρωμένου τους, τι νόημα άλλωστε έχει ο καταλογισμός ευθυνών, όταν τα χρέη έχουν πληρωθεί κι οι άνθρωποι έχουν γίνει σκιές. Για τις οικογένειες που έχω γνωρίσει, για τα ανομολόγητα μυστικά που κρύβουν. Για τα δράματα που παίζονται μέσα στα σπίτια, για τις ψυχές που μαρκάρονται με πυρωμένο σίδερο στην πιο ευαίσθητη στιγμή της ζωής τους, όταν είναι τόσο ευάλωτες. Και για τις πιο αδύναμες απ' αυτές, που, αργότερα, αντί να μεταλλάξουν τον πόνο τους σε αγάπη, εκδικούνται πάνω σε αθώους, σαν τον χορό που ξαναρχίζει μόλις πάει να τελειώσει, έτσι ώστε να συνεχιστεί ο κύκλος της φρίκης.

Τα είχε σκεφτεί κι ο ίδιος αυτά, συμφώνησε, ήθελε όμως να μάθει γιατί, κατά τη γνώμη μου, μόλις τα αίτια της δυστυχίας του αποκαλύφθηκαν γαλήνεψε, μαλάκωσε, συμφιλιώθηκε, αγάπησε τη μαμά, ανακάλυψε τη ζωή. Τον κοίταξα, σκέφτηκα να του πω ότι δεν ήμουν καθόλου σίγουρος πως η μπόρα είχε περάσει και πως, ασφαλώς κι ανησυχούσα για την επόμενη μέρα, δεν περνάνε εύκολα αυτά, μπορεί να κρύβονται σε τίποτα βαθιές σπηλιές για λίγο αλλά πολλές φορές επανέρχονται και ζητούν πάλι να τραφούν με πόνο, ήπια μια γουλιά, το έπνιξα.

Κοίτα, κατάφερα τελικά ν’ απαντήσω. Αν και δεν είμαι ειδικός, πιστεύω πως, τόσα χρόνια, εκείνο που σε βασάνιζε δεν ήταν τόσο η αδικία που σου γινόταν, αλλ' η έλλειψη κάθε αιτίας γι αυτήν. Ήταν το γιατί που δεν έβρισκες και που σε τρέλαινε, μιαν εξήγηση μόνο ζητούσες, όσο σκληρή κι αν ήταν, για να μπορέσεις ν’ αντέξεις αυτά που σου συνέβαιναν, κι ακόμη τόσα. Κατάδικος χωρίς να έχεις δικασθεί, χωρίς καν να σου έχει απαγγελθεί κατηγορία, αυτό πρέπει να πονάει πολύ, ακόμη και στις πιο στημένες δίκες της ιστορίας άλλωστε ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα ν’ ακούσει το κατηγορητήριο και ν’ απαντήσει, κι ας ήξεραν όλοι, από πριν, την ετυμηγορία.

Και, βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω, για χρόνια νιώθοντας σαν τους ομηρικούς ήρωες, που δεν ησύχαζαν αν δεν απέδιδαν ταφικές τιμές στους νεκρούς συναγωνιστές τους, λυτρώθηκες όταν, μια στιγμή πριν από το πλήρωμα του χρόνου, η θεία αποφάσισε να δικαιώσει επιτέλους την άδεια ύπαρξή της και να μην πάρει την αλήθεια μαζί της. Κι έτσι μπόρεσες, επιτέλους, να θάψεις, όπως τους έπρεπε, τους νεκρούς σου, ένιωσες τις ψυχούλες τους να ηρεμούν, γαλήνεψες κι εσύ, είχε πια ξημερώσει στη ζωή σου, βγήκε ο ήλιος κι έδιωξε το σκοτάδι. Και, μαζί βέβαια και τη σύζυγο-μαμά, ο ρόλος της είχε πια τελειώσει, το μόνο που της απέμενε ήταν να κατέβει απ' τη σκηνή, άλλοι θα συνέχιζαν, τι κι αν δεν ήθελε, την έκβαση του έργου την καθορίζει ο σκηνοθέτης κι όχι ο ηθοποιός, αν είναι δυνατόν ...

Τον ένιωσα ανακουφισμένο, φαινόταν σα να 'χει βγάλει από μέσα του μεγάλο βάρος, χάρηκα. Μιλήσαμε λίγο ακόμη, κάποια στιγμή, σηκωθήκαμε να φύγουμε. Βγήκαμε έξω, η γατούλα είχε χαθεί, ένα μεγάλο φεγγάρι έλαμπε. Κι όλες οι σκιές διαλύθηκαν.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

The mirror in your eyes (Café Central)


Η 3 parties a day δημοσίευσε ένα post εδώ, που, τρεις μέρες τώρα, δεν λέει να φύγει απ’ τη σκέψη μου. Το κείμενο που ακολουθεί είναι η αντανάκλασή του στον καθρέφτη της φαντασίας μου.

--------

Δεν είχε ακόμη χαράξει κι ήταν ήδη κάτω απ’ το ντους, πάει καιρός που ξυπνούσε πριν το πρώτο φως προφτάσει να μπει σπίτι του. Η ώρα αυτή του άρεσε, ήταν τόσο ήσυχα, μπορούσε να μαζέψει τις σκέψεις του, να κάνει με άνεση το μπάνιο του, να πιει αργά αργά τον καφέ του, ν’ ακούσει τον αγαπημένο του σταθμό, να διαβάσει, να γεμίσει τις μπαταρίες του για τη μέρα που θ’ ακολουθούσε.

Σήκωσε τα μάτια του, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Αυτό που είδε δεν του πολυάρεσε, είχε συνηθίσει όμως με τα χρόνια να μη δίνει και τόση σημασία. Στην πραγματικότητα, από καιρό είχε πάψει να κοιτιέται στον καθρέφτη, κι ας είχε στο σπίτι του περισσότερους από έναν. Ναι, καλοί ήταν οι καθρέφτες, όχι όμως με το είδωλό του μέσα, τους προτιμούσε άδειους, μόνους, νηστικούς, παραπονεμένους. Κι όταν στεκόταν αναγκαστικά μπροστά τους, για να ξυριστεί, να ντυθεί, να δέσει τη γραβάτα του, η ματιά του ήταν τυπική, γρήγορη, επαγγελματική, ψυχρή, σα να καθρεφτιζόταν κάποιος άλλος μέσα τους.

Σήμερα όμως δεν βιαζόταν να ντυθεί. Ίσως γιατί, όταν άνοιξε το παράθυρο, είδε τη μουντή ατμόσφαιρα, ένιωσε την υγρασία και κατάλαβε πως ο καιρός είχε αρχίσει ν’ αλλάζει για τα καλά και πως ο χειμώνας μάλλον είχε πάρει την απόφασή του, του ‘ρθε πάλι η επιθυμία να χωθεί κάτω απ’ τα σκεπάσματα και να μείνει εκεί, μέχρις ότου η μέρα φέξει για τα καλά.

Πάντα μπροστά στον καθρέφτη, πώς του 'ρθε κι άρχισε να ταξιδεύει προς τα πίσω, χρόνια πολλά, τότε που, ζώντας μόνο μέσα στο δικό του κόσμο, αγωνιούσε τόσο για την εικόνα του, καθρέφτιζε τον εαυτό του μέσα σε ξένα, γυναικεία μάτια, μα, πώς δεν έβλεπε πως κι αυτά κοιτούσαν με τον ίδιο τρόπο, όχι, τόση ήταν η ανασφάλειά του που, τι άγχος κι αυτό Θεέ μου, ακόμη και στις πιο όμορφες στιγμές συνέχιζε να βάζει κακούς βαθμούς σε ελέγχους, που κανένας όμως ποτέ δεν του 'στειλε.

Προσπάθησε ν’ αλλάξει σκέψεις, άπλωσε στο πρόσωπο αφρό κι άρχισε να ξυρίζεται. Μετά, μα τι τον έπιασε σήμερα, πήγε στην κρεβατοκάμαρα, στάθηκε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη, τον πιο ωραίο του σπιτιού, και κοίταξε παρατηρητικά τον γυμνό εαυτό του. Όχι, αυτό που έβλεπε εξακολουθούσε να μη του αρέσει, άλλωστε έτσι ήταν πάντα, γιατί θα 'πρεπε, ειδικά σήμερα, να ‘ναι διαφορετικά; Ναι, ήταν σίγουρος, αν το τζίνι που, κάποτε κάποτε φανταζόταν, ερχόταν, τώρα, μπροστά του, στις χάρες που θα του επιτρεπόταν να ζητήσει, έστω κι αν αυτές ήταν ελάχιστες, θα 'βρισκε χώρο και για κάποια αλλαγή στο κορμί του, στην εμφάνισή του, στην όψη του, τόσα υπήρχαν ν’ αλλάξει, όχι, δεν θα 'χανε την ευκαιρία.

Κράτησε τη σκέψη αυτή σα κομμάτι σοκολάτας στο στόμα του, μια ζωή ονειροπόλος, δεν ήταν σήμερα η κατάλληλη μέρα να σταματήσει. Άνοιξε τη ντουλάπα, διάλεξε κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα, κάλτσες, παπούτσια και, γυμνός, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. Η ματιά του κοίταξε με αυστηρότητα τα χέρια του, το στήθος του, τα πόδια του και, πάντα αποδοκιμαστική, στράφηκε πέρα και στάθηκε λίγο πάνω στο βιβλίο που ήταν ακουμπισμένο στο πάτωμα. «Δούναβης», του Κλαούντιο Μάγκρις. Πόσο τον αγαπούσε αυτό τον γλυκύτατο άνθρωπο, τι δεν θα ‘δινε να μπορούσε να τον συναντήσει μια μόνο φορά, να ‘πιναν έναν καφέ μαζί, στο Καφέ Σαντράλ, στην αγαπημένη του Τεργέστη, και κει, μόνοι τους σ' ένα γωνιακό τραπεζάκι, να τον άκουγε να μιλάει για τη Κεντρική Ευρώπη που χάθηκε, τους Αψβούργους, τις λαμπρές αυτοκρατορικές πόλεις, τη Βιέννη, την Πράγα, τη Βουδαπέστη, τη Μπρατισλάβα, τον Δούναβη, τα εδάφη που, στο πέρασμα των χρόνων, άλλαζαν σύνορα, στρατόπεδα, σημαίες και στρατούς, κατοικήθηκαν από διαφορετικούς ανθρώπους, έζησαν τόσους πολέμους, σημάδεψαν και σημαδεύτηκαν από την ιστορία, τη μοίρα του κόσμου που θα’ ταν σίγουρα διαφορετική αν, στην πάλη για τη γερμανική ενοποίηση, είχε επικρατήσει η Αυστρία κι όχι η Πρωσία. Κι όλα αυτά, τα λαμπρά και τα ένδοξα, αλλά και τ' άθλια και ματωμένα, να τα διηγείται με γλύκα, σοφία, κατανόηση, ανθρωπιά.

Άνοιξε το βιβλίο στην τύχη, κι έτσι, γυμνός πάντα, διάβασε για τον μύθο, με το όνομα «Το Τριαντάφυλλο», μύθο που έγραψε μια μαθήτρια της πρώτης δημοτικού και δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 1973 στο δελτίο του δεύτερου Διδακτικού Κύκλου της Τεργέστης «Το παιχνίδι με τα αλογάκια – Εφημερίδα του Σαν Βίτο»: «Το Τριαντάφυλλο ήταν ευτυχισμένο. Τα πήγαινε καλά με τα άλλα λουλούδια. Μια μέρα το Τριαντάφυλλο αντιλήφθηκε ότι είχε μαραθεί κι ότι θα πέθαινε. Είδε ένα λουλούδι χάρτινο και του είπε: Ω, τι ωραίο τριαντάφυλλο που είσαι! –«Μα εγώ είμαι χάρτινο» -«Ξέρεις όμως ότι εγώ πεθαίνω;» Και το Τριαντάφυλλο μετά πέθανε και δεν ξαναμίλησε».

Άφησε το βιβλίο στο κρεβάτι, δεν μπορούσε να συνεχίσει, ένιωθε συγκλονισμένος. Κοίταξε πάλι στον καθρέφτη, η εικόνα του είχε χαθεί, στη θέση του έβλεπε τη μικρή συγγραφέα αυτού του αριστουργήματος, ένα τόσο δα πλασματάκι, 6, άντε το πολύ 7 χρονών, να στέκεται μέσα στην κορνίζα και να του χαμογελάει.

Ο χρόνος σταμάτησε, το δωμάτιο γέμισε γλύκα, έπαψε να βλέπει το κορμί του, στην πραγματικότητα δεν ένιωθε καν πως είχε, ξέχασε τις ατέλειες, τα άγχη, τις φοβίες, τα παράπονα, χάθηκαν οι ανασφάλειες, η λεπτομέρεια ξεθώριασε κι αυτός, για πρώτη φορά εδώ και καιρό, γέμισε ουσία, ζέστη, ομορφιά. Της μίλησε, την ευχαρίστησε για το παραμύθι, που, ήταν σίγουρος, γι αυτόν το 'χε γράψει, και που, πώς τα κατάφερε τόσο μικρή, μέσα του είχε κλείσει την ποίηση και τη σοφία όλου του κόσμου, μα, πιο πολύ την ευχαρίστησε για τον κόπο που έκανε να του το φέρει σπίτι, τόσος δρόμος είναι απ' την Τεργέστη και, όπως είπαμε, είχε πιάσει και χειμώνας, έστω και λίγος.

Τον κοίταξε στα μάτια, χαμογέλασε. Κι έπειτα, σιωπηλή, έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο, το ενδιαφέρον της τράβηξε μια ξύλινη, ασήμαντη, χρωματιστή γατούλα, την πήρε μαζί, μπήκε πάλι στον καθρέφτη, έφυγε, χάθηκε.

Σηκώθηκε, ξανακοίταξε το κορμί του, ξαφνικά βρήκε να του αρέσει, το άγγιξε όπως ποτέ, ναι, μπορεί, αντικειμενικά, να είχε ατέλειες, όμως, γι αυτόν, ήταν το τέλειο περίβλημα, δεν θα μπορούσε να' ναι διαφορετικό, αν είναι δυνατόν, τόσα χρόνια μπροστά στα μάτια του και να μην το ‘χει δει ...

Ούτε κατάλαβε πότε ντύθηκε, η μέρα τον περίμενε, ήπιε την τελευταία γουλιά καφέ, άνοιξε την πόρτα κι ενώθηκε με το πλήθος.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 16, 2006

Minority Report (à la grecque)


Από τον τύπο της 13.10.2006: "Εκτός Βουλής ο Ανδριανόπουλος - Με ομόφωνη απόφαση (του Εκλογοδικείου) χάνει την έδρα του λόγω επαγγελματικού ασυμβίβαστου, αφού εργάζεται για τη ρωσική κυβέρνηση ... Η δημοσίευση της απόφασης αναμένεται μέσα στους επόμενους μήνες".
---------

Από τότε που οι άνθρωποι δημιούργησαν κοινωνίες κι άρχισαν να θεσπίζουν νόμους, δηλαδή κανόνες υποχρεωτικούς, η παραβίαση των οποίων επιφέρει τιμωρία, έχει περάσει πολύς καιρός. Κι έχουν γίνει μεγάλοι αγώνες, στους οποίους χύθηκε άφθονο αίμα, ώστε οι κανόνες αυτοί να μη θεσπίζονται αυθαίρετα και να μη προσκρούουν στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά, όσο το δυνατόν, να ψηφίζονται με λαϊκή συναίνεση, να ανταποκρίνονται στο γενικό καλό και να ελέγχονται, ως προς την εφαρμογή τους, από ανεξάρτητους δικαστές, στους οποίους να μπορεί να έχει πρόσβαση κάθε ένας.

Εντελώς επιγραμματικά, και ειδικά για τους νόμους που απαγορεύουν συμπεριφορές, το κλασικό σχήμα που έχει επικρατήσει σε όλα τα πολιτισμένα κράτη είναι το εξής: Ο νόμος ορίζει την απαγορευμένη συμπεριφορά και τις κυρώσεις – ποινικές, διοικητικές ή αστικές - που θα έχει η σχετική παραβίαση. Αν, τώρα, κάποιος, παραβιάσει τον νόμο, και αυτό αποδειχθεί έξω από κάθε αμφιβολία, υφίσταται τις προβλεπόμενες συνέπειες. Οι οποίες δεν είναι ίδιες για όλους, αλλά κλιμακώνονται, ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε περιπτώσεως. Και, βέβαια, ο ρόλος των δικαστηρίων είναι καθοριστικός. Ειδικά στη διαπίστωση της παραβάσεως και την επιμέτρηση της ποινής ή άλλης κυρώσεως. Γιατί, δεν πάνε πολλοί αιώνες που οι άνθρωποι κατάλαβαν πως, η ίδια ακριβώς εφαρμογή του νόμου σε όλες τις περιπτώσεις, αδιάκριτα, χωρίς να εξετάζονται οι συνθήκες της κάθε μιας, προκαλεί τεράστια αδικία. Και πόνο. Κάτι ήξερε ο Victor Hugo, όλοι έχουμε διαβάσει τους Αθλίους.

Προσοχή: Είπαμε ότι, για να υποστεί κάποιος τις νόμιμες συνέπειες, όποιες κι αν είναι αυτές, πρέπει πρώτα να παραβιάσει τον νόμο. Κρατείστε το αυτό, θα μας χρειαστεί στη συνέχεια.

Στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, έχει εφευρεθεί μια νέα πατέντα νομοθέτησης. Κατά την προσωπική μου άποψη, εξαιρετικά επικίνδυνη. Που γυρνάει τον νομικό μας πολιτισμό χρόνια πίσω. Και που, παράλληλα, είναι και αναποτελεσματική. Τι συμβαίνει; Διαπιστώθηκε η ανάγκη να εμποδισθεί, όσο γίνεται, η διαπλοκή, η διαφθορά των κρατικών λειτουργών, η αθέμιτη χρήση αξιωμάτων, η αδιαφάνεια, ο χρηματισμός, η νόθευση του ανταγωνισμού στις κρατικές προμήθειες, η προστασία των χρηματιστηριακών συναλλαγών, η σωστή λειτουργία των μέσων ενημέρωσης. Σωστός στόχος, μακάρι να επιτευχθεί, ποιος δεν θα το 'θελε. Μόνο που, εδώ, τα πράγματα παίρνουν μια περίεργη πλοκή. Γιατί, αντί να διώκεται συγκεκριμένη, παράνομη συμπεριφορά, απαγορεύεται η άσκηση, σε ορισμένες ομάδες συμπολιτών μας, να ασκούν τη σχετική, οικονομικού περιεχομένου, δραστηριότητα, η οποία, γι αυτούς και μόνο γι αυτούς, είναι, πλέον, "ασυμβίβαστη". Τη δραστηριότητα δηλαδή, που, αν λοξοδρομήσει και περάσει τα όρια του νόμου, είναι παράνομη. Μόνον τότε όμως. Όπως είναι και κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, αφού ακόμη και κάποιος που περπατά στο δρόμο μπορεί ν’ αρχίσει, ξαφνικά, να πετάει πέτρες στ' αυτοκίνητα. Τι λέτε, ν’ απαγορευθεί το περπάτημα;

Σε ποιες ομάδες απαγορεύεται, εκ των προτέρων, ν' ασχοληθούν με μιαν οικονομική δραστηριότητα, κατά τα άλλα απολύτως νόμιμη; Παρά την ύπαρξη του άρθρου 5 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την οικονομική και επαγγελματική ελευθερία; Σε όσες ο νομοθέτης θεωρεί ότι, λόγω της θέσεώς τους, είναι πιθανόν να παρανομήσουν. Πιθανόν, όχι σίγουρο, και, πώς άλλωστε θα μπορούσε να είναι σίγουρο, αφού απαγορεύεται η σχετική δραστηριότητα; Τα πρόσωπα αυτά, δηλαδή, θεωρούνται, εκ των προτέρων, τόσο ύποπτα, ώστε ο νομοθέτης να μην τα αφήνει ελεύθερα να αναπτύξουν τη δραστηριότητά τους σε τομείς, που όμως είναι ελεύθεροι για όλους τους υπόλοιπους. Μόνο τα πρόσωπα αυτά εξαιρούνται, έχουν, σε βάρος τους, το λεγόμενο «ασυμβίβαστο».

Δημιουργούνται, επομένως, μεγάλες ομάδες πολιτών, στις οποίες η δυσπιστία του κοινωνικού συνόλου (όπως αυτή εκφράζεται μέσω των νομοθετικών οργάνων του) είναι τόσο μεγάλη, ώστε να θεωρούνται σίγουροι μελλοντικοί παραβάτες του νόμου, κι αν ο νόμος έχει και ποινικές κυρώσεις, σίγουροι εγκληματίες (μήπως αυτό θυμίζει, κάπως, έστω αμυδρά, το περίφημο έργο του Philip Dick “Minority Report”; Γιατί κι εκεί ο νόμος κυνηγούσε τον "εγκληματία" πριν διαπράξει το έγκλημα, τιμωρούσε την πρόθεση κι όχι την πράξη). Και, τι ειρωνεία, τα περισσότερα από τα άκρως επικίνδυνα αυτά πρόσωπα είναι κρατικοί λειτουργοί, και μάλιστα όλοι οι ανώτατοι: Εκείνοι λοιπόν που διαχειρίζονται τις τύχες μας, το παρόν και το μέλλον μας, την πορεία της χώρας, είναι και οι περισσότερο ύποπτοι, τόσο μάλιστα ώστε πρέπει να ασκούν τα καθήκοντά τους με το στίγμα του σίγουρου παραβάτη του νόμου.

Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

-Απαγορεύεται σε όλους τους βουλευτές η άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος (άρθρο 57 του νέου Συντάγματος – περίπτωση Λυκουρέζου και Ανδριανόπουλου που έχασαν, με βάση το άρθρο αυτό, τη βουλευτική τους έδρα).
Σωστά, θα μπορούσε να πει κάποιος, δεν είναι δυνατόν ο βουλευτής να ασκεί και επάγγελμα, είναι ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει την ισχυρή θεσμικά θέση του για να προσελκύσει πελατεία, να επηρεάσει καταστάσεις, να παρανομήσει.
Μα, για σταθείτε, αυτό ισχύει σε κάθε περίπτωση; Προκαταβολικά; Αν, π.χ., ένας βουλευτής είναι και δικηγόρος, τι πειράζει να παρασταθεί, ας πούμε, στα ανώτατα δικαστήρια, για μια σοβαρή υπόθεση; Τόσο εξαρτώμενοι είναι οι δικαστές μας, και μάλιστα οι ανώτατοι, που αμέσως θα ψηφίσουν υπέρ του πελάτη του βουλευτή και θ' αδικήσουν τον αντίδικό του; Κι αν, τέλος πάντων, ξέρουμε τι σόι είναι οι δικαστές μας και δικαίως δυσπιστούμε, γιατί ο βουλευτής αυτός να μη μπορεί έστω να υποστηρίξει μιαν υπόθεση στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων; ’Η στο Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Στρασβούργο; Κι αυτοί οι δικαστές θα φοβηθούν; Είναι τόσο ισχυροί οι βουλευτές μας και δεν το ξέραμε; (παραδείγματα σαν κι αυτό αναζητήσετε σε κάθε επάγγελμα, θα βρείτε άφθονα).

-Απαγορεύεται, σε κάθε ιδιοκτήτη, βασικό μέτοχο, διευθυντικό στέλεχος μέσων ενημέρωσης να είναι, παράλληλα, ιδιοκτήτης, βασικός μέτοχος, διευθυντικό στέλεχος εργοληπτικής επιχείρησης που συναλλάσσεται με το Δημόσιο. Η ασυμβίβαστη αυτή ιδιότητα περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, και τους συγγενείς των προσώπων αυτών (άρθρο 14 παρ. 9 νέου Συντάγματος).
Σωστά, θα μπορούσε να πει κάποιος, δεν είναι δυνατόν να είσαι καναλάρχης και, παράλληλα, εργολήπτης, σίγουρα θα χρησιμοποιείς το μέσο για να επηρεάζεις τις επιτροπές διαγωνισμών υπέρ της εταιρείας σου.
Μα, για σταθείτε κι εδώ, ποιος ορίζει τα μέλη των επιτροπών διαγωνισμών και ποιος (πρέπει να) τους επιτηρεί; Τόσο διεφθαρμένοι είναι; Ή τόσο ευάλωτοι σε πιέσεις; Και ποιος ελέγχει τη λειτουργία των μέσων και μπορεί να επιβάλει κυρώσεις αν αποδειχθεί ότι χρησιμοποιούν τη συχνότητα που τους έχει παραχωρηθεί για αθέμιτο σκοπό; Και, δεδομένου ότι μιλάμε για κρατικές προμήθειες, δεν υπάρχει πολιτική ευθύνη; Τι προστατεύει η απόλυτη απαγόρευση; Και ποια νάναι η απάντηση στα τραγελαφικά αδιέξοδα της απόλυτης απαγόρευσης; Γιατί, π.χ., κάποιος προμηθευτής γραφικής ύλης, που θέλει να προμηθεύσει με μολύβια την νομαρχία στο Κιλκίς, και προσφέρει στο κράτος τις καλύτερες τιμές, να μη μπορεί να το κάνει, προς όφελος και του εαυτού του και της εθνικής οικονομίας και του ανταγωνισμού, αν ο αδελφός του εκδίδει μια εφημερίδα στην Κάλυμνο; Γιατί να μη μπορεί να το κάνει έστω κι αν, αποδεδειγμένα, τα δυο αυτά αδέλφια δεν έχουν καμιά όχι μόνον επαγγελματική αλλά ούτε και προσωπική σχέση; Έστω κι αν βρίσκονται στα δικαστήρια; Έστω κι αν μισούνται;

-Ευρύτατες, κατηγορίες κρατικών λειτουργών δεν μπορούν να διενεργούν χρηματιστηριακές συναλλαγές (νόμοι 2843/2000 και 3213/2003).
Σωστά, κι εδώ θα μπορούσε κι εδώ να πει κάποιος, ορισμένα πρόσωπα, λόγω της θέσεώς τους, έχουν εσωτερική πληροφόρηση (inside information) για τα χρηματιστηριακά δρώμενα και μπορούν να την χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους.
Μα, κι εδώ θα παρατηρήσετε, βεβαίως και να τιμωρηθεί κάποιος που αποδεδειγμένα κάνει κάτι τέτοιο. Αυστηρά, πολύ αυστηρά. Να πάει για χρόνια φυλακή, άλλωστε αυτό συμβαίνει και αλλού, σε χώρες με πολύ πιο σοβαρή χρηματιστηριακή αγορά. Αλλά, αν, π.χ., ένας ειρηνοδίκης θέλει ν' αγοράσει κάποιες μετοχές της Τράπεζας της Ελλάδος, που, όπως έχει ακούσει, δίνουν και καλό μέρισμα, γιατί να μη μπορεί να το κάνει; Τι είδους στρέβλωση της αγοράς είναι ικανή να προκαλέσει η πράξη του αυτή; Θα πληροφορηθεί το επενδυτικό κοινό ότι οι ειρηνοδίκες αγοράζουν Τράπεζα της Ελλάδος και η τιμή θ' απογειωθεί; Ή θα καταβαραθρωθεί; Δικαστής είπαμε, και μάλιστα του χαμηλότερου βαθμού, όχι ο Alan Greenspan, ο Warren Buffet κι οι οικογένειές τους.

Τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις από τη σημερινή νομοθεσία, συνταγματική και κοινή, που καταδεικνύουν τη σχετική σύγχυση. Και που, βεβαίως, συνδυαζόμενες με την υποχρέωση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών να υποβάλουν κάθε χρόνο δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης– όλοι, όχι μόνον εκείνοι για τους οποίους υπάρχουν εύλογες υπόνοιες παρανομίας, έτσι ώστε οι δηλώσεις των έντιμων να καταπλακώνουν τις δηλώσεις των διεφθαρμένων στη χάρτινη χωματερή που δημιουργείται και να εξασφαλίζουν πρακτικά την αδυναμία κάθε ελέγχου - οδηγούν σε παρανοϊκές καταστάσεις. Δεν μένει, αν ακολουθηθεί το παράδειγμα αυτό, και επεκταθεί και σε άλλους χώρους, έξω από την οικονομική δράση, να δούμε στο μέλλον διατάξεις που, για να περιορίσουν την αυξημένη τη νύχτα εγκληματικότητα, απαγορεύσουν στους πολίτες την έξοδο από τα σπίτια μετά τη δύση του ήλιου, διατάξεις που, για να περιορίσουν τα τροχαία, απαγορεύσουν το οδήγημα, διατάξεις που, για να περιορίσουν τα εγκλήματα μέθης, επαναφέρουν την ποτοαπαγόρευση ...

Τι πρέπει να γίνει; Απλά, αυτό που γίνεται σε όλες τις πολιτισμένες έννομες τάξεις: Κατάργηση των διατάξεων αυτών, που, το μόνο που έχουν πετύχει είναι να απαξιώνουν, συνολικά, μεγάλα τμήματα των συμπολιτών μας, να καθιερώνουν ένα κυνήγι μαγισσών, να εκθέτουν διεθνώς τη χώρα και, το κυριότερο, στο τέλος, να μην έχουν κανένα αποτέλεσμα στην πάταξη των συμπεριφορών (και όχι των προδιαθέσεων) που θέλουν να ελέγχξουν. Στη θέση τους, θέσπιση αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου, ειδικά για τις «ευαίσθητες περιοχές», όπως αυτές στις οποίες διακινείται δημόσιο χρήμα και όπου η διαφθορά της Διοικήσεως, η αδιαφάνεια στην ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, ο χρηματισμός κι η ατιμωρησία αποτελούν κοινούς τόπους. Και, για όσους αποδειχθεί ότι παραβίασαν τον νόμο, πραγματικές κυρώσεις, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Κι όσους ισχυρούς προστάτες κι αν έχουν.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Solaris


Απ' όσο μπορεί να θυμηθεί τον εαυτό του, δεν είχε πολλούς φίλους. Όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά να, έτσι, δεν τύχαινε, και πώς να τύχει αφού δεν το επεδίωκε, άλλωστε δεν είχε και πολλά πράγματα να μοιραστεί μαζί τους. Έφτιαχνε όμως φανταστικούς κόσμους, φανταστικούς ήρωες, φανταστικούς φίλους κι εχθρούς. Που ήταν δικοί του, πιο πραγματικοί απ' τους πραγματικούς. Και που ανήκαν στον δικό του κόσμο, στον μόνο κόσμο στον οποίο ένιωθε όμορφα, αφού τον κυβερνούσε, και μάλιστα με δικαίωμα ζωής και θανάτου όποιου πλάσματος ο ίδιος αποφάσιζε ότι θα τον κατοικούσε.

Τα χρόνια πέρασαν, μεγάλωσε, πήγε πανεπιστήμιο, στρατό, βρήκε δουλειά, ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε, χώρισε. Δεν έπαψε όμως, ούτε στιγμή, να ζει και στη φαντασία του, να φτιάχνει νέους κόσμους, να βρίσκει σ' αυτούς καταφύγιο, να μπαινοβγαίνει σ' άλλους εαυτούς, να είναι διαδοχικά ή ταυτόχρονα πολλοί μαζί, ν' αλλάζει την ύπαρξή του, το περιβάλλον του, τον κόσμο του και τους έρωτές του διαρκώς, ανάλογα με την εποχή, τη διάθεση, την ψυχική του κατάσταση, τις χαρές ή τις λύπες του.

Όταν οι προσωπικοί υπολογιστές άρχισαν να βγαίνουν στο εμπόριο, αγόρασε έναν. Του άρεσε, τον αγάπησε, αγαπήθηκαν, ένιωθε όμορφα μαζί του, απολάμβανε τόσο να γράφει και τα κείμενα να μη χάνονται, παρά να κρύβονται, ασφαλισμένα, περιμένοντας μόνο μιαν εντολή του για να ξαναζωντανέψουν.

Όταν η σύνδεση με το διαδίκτυο έγινε δυνατή, έσπευσε ν' αγοράσει μία. Θυμάται με τι χαρά έστειλε το πρώτο του mail, με τι ηδονή άκουγε το γουργουρητό του modem, με τι λαχτάρα περίμενε την απάντηση, με τι ηδονή ανακάλυπτε τον παγκόσμιο ιστό.

Όταν κάποιος του μίλησε για το Icq, άνοιξε λογαριασμό, άρχισε να επικοινωνεί σε πραγματικό χρόνο, να μιλάει με τις ώρες, να σμιλεύει την προσωπικότητά του σε χίλιες όψεις, ν' αλλάζει περσόνες. Αποτρελάθηκε, έχασε τον ύπνο του, απέκτησε ψηφιακούς εαυτούς, αποκάλυψε σε άγνωστα πρόσωπα, σ' ανατολή και δύση, πράγματα που ποτέ δεν είχε φανταστεί πως θα μπορούσαν μια μέρα να ειπωθούν, έγινε γνώστης των πιο μύχιων σκέψεων άλλων ανθρώπων, είπε κι άκουσε ανείπωτα μυστικά, ένιωθε, όπως κι οι συνομιλητές του, τόσο ασφαλής πίσω από το άπαρτο τείχος της ανωνυμίας.

Όταν εκείνη τον ερωτεύθηκε και ζήτησε να τον γνωρίσει, δίστασε. Δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα μπορούσε να συμβιβάσει την πραγματική πραγματικότητα με την ψηφιακή, πώς θα έφτανε ν' αντικρύσει ένα πρόσωπο με το οποίο όμως είχε μιλήσει, de profundis, άπειρες ώρες, είχε κάνει τόσες φορές έρωτα, είχε νιώσει τόσο κοντά του, γνώριζε τα μυστικά του, τις ερωτικές του φαντασιώσεις, είχε πραγματικά ποθήσει. Φοβήθηκε τη συνάντηση των δύο αυτών κόσμων, την απογοήτευση που σίγουρα θα ερχόταν, το φως που θα διέλυε τη μαγεία. Αρνήθηκε. Της το εξήγησε, δεν κατάλαβε. Ήταν το τέλος. Προτίμησε να στενοχωρήσει κάποια που γνώριζε τέλεια και καθόλου, ο δικός του, φαντασιακός κόσμος, έπρεπε πάση θυσία να διασωθεί, κι ας πονούσε για την απόφασή του αυτή, κι ας πονούσαν κι άλλοι.

Όταν, όμως, σε λίγο καιρό, το φαινόμενο επαναλήφθηκε, λύγισε. Είχαν εφευρεθεί και τα κινητά, πέρασε στα sms, δεν φαντάστηκε πόσο ύπουλη η νέα αυτή μορφή επικοινωνίας μπορεί να γίνει, ούτε που κατάλαβε πότε είπε ναι. Συναντήθηκαν, ήπιαν ένα καφέ, σε λίγο βρίσκονταν σπίτι του, έκαναν έρωτα. Κράτησε κάποιες μέρες, ήταν όμορφα, σεξουαλικά, αληθινά, με πάθος, ερωτισμό και ένταση, ονειρική κατάσταση, με σάρκα όμως και οστά.

Δεν το άντεξε. Έκανε πίσω όταν είδε ξεκάθαρα πως μια ύπαρξη που, όμως, γεννήθηκε στην οθόνη και στο πληκτρολόγιο, κι εκεί κανονικά ανήκε, διεκδικούσε πια - κι είχε αρχίσει να καταλαμβάνει - σοβαρό χώρο στη ζωή του, την πραγματική. Χώρισαν, χάθηκαν, άλλες συζητήσεις άρχισαν, σίγουρες, ζεστές, ελεγχόμενες, χωρίς όρια, αληθινά εικονικές και γι αυτό υπαρκτές.

Όταν το δίκτυο άρχισε να γεμίζει blogs, ξεκίνησε να τα γνωρίσει. Μια μέρα, χωρίς να το σκεφτεί, δημιούργησε και το δικό του, έτσι, για δοκιμή. Το άφησε άδειο για μήνες, σχεδόν το 'χε ξεχάσει. Μέχρις ότου κάτι συνέβη στη ζωή του, τον άγγιξε, έπρεπε να το μοιραστεί, δεν γινόταν να μείνει μυστικό, τον βάραινε η ανάγκη να το μάθουν όλοι και να μη το ξέρει κανένας. Έγραψε το κείμενο, δεν το πολυσκέφτηκε, πήγε για ύπνο ξαλαφρωμένος, το γεγονός είχε ήδη αρχίσει να τον πονάει λιγότερο.

Την άλλη μέρα είδε ένα comment, ένιωσε μεγάλη χαρά, κι ας ήταν μόνο κάποιες λεξούλες από κάποιον που δεν γνώριζε, η ψυχή του ζεστάθηκε.

Από τότε, ακολούθησαν κι άλλα κείμενα. Αληθινά, ψεύτικα, δεν έχει σημασία, άλλωστε, το είπαμε ήδη, δεν πολυκαταλάβαινε τη διαφορά. Μέχρις ότου, μια μέρα πήρε τη μεγάλη απόφαση: Τέλος στην εικονική ζωή, πόσος χρόνος άλλωστε απομένει, δεν χρειάζονται πια άλλα όνειρα, έπρεπε, επιτέλους, να κάνει το μεγάλο βήμα, να ενταχθεί ολοκληρωτικά στην πραγματικά πραγματική ζωή, να δει, επιτέλους, πώς είναι ν' ανήκεις μόνον εκεί.

Ναι, αυτό θα έκανε, το αποφάσισε. Τώρα, δεν του έμενε παρά να το εφαρμόσει. Θα το πετύχαινε άραγε; Μα ναι, ήταν σίγουρος. Όπως, άλλωστε, είχε συμβεί και στο παρελθόν. Θυμόταν, πόσες φορές είχε πάρει την ίδια απόφαση, και με πόση επιτυχία την είχε εφαρμόσει. Επιτυχία που κρατούσε βέβαια μέχρι την επόμενη φορά, μιας που πάντα κάτι συνέβαινε κι η ιστορία ξανάρχιζε. Τώρα όμως, τα πράγματα ηταν διαφορετικά ... (Ήταν;)

Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006

Farewell Otto (δεύτερη Βαυαροκρατία δεν υποφέρεται)


Το μικρό αυτό σχόλιο αποτέλεσε, στη βασική του μορφή, comment στο post του Old Boy "Άστε τον να κάνει λάθος".

Σε λίγες ώρες η εθνική μας ομάδα αγωνίζεται με τη Νορβηγία, κι αν το αποτέλεσμα δεν είναι θετικό - φοβάμαι όμως ότι ακόμη κι αν είναι - τα όργανα θα δυναμώσουν. Παρά το ότι το ποδόσφαιρο δεν αποτελεί προτεραιότητα του δικτυακού αυτού τόπου, το θέμα, για μένα, έχει γενικότερη σημασία - γι αυτό και το δημοσιεύω.

------

Θυμάμαι, όταν ο Ότο Ρεχάγκελ είχε πρωτοέρθει στη χώρα για ν' αναλάβει την - παντελώς ανυπόληπτη - εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, τα επικριτικά και ειρωνικά σχόλια περίσσευαν στις σχετικές στήλες του πολιτικού και αθλητικού τύπου. Που πύκνωσαν μετά τα πρώτα αρνητικά αποτελέσματα. Ήταν απλό, η ΕΠΟ είχε κάνει πάλι το θαύμα της, κι ένας (ψιλοάσχετος) συνταξιούχος γερμανός προπονητής ήρθε στη χώρα μας για ν' απολαύσει τον ήλιο και το καλό φαΐ με έξοδα του Δημοσίου.

Στη συνέχεια άρχισαν τα καλά αποτελέσματα, η κριτική μειώθηκε, οι τόνοι έπεσαν κι η εθνική ομάδα άρχισε να προκαλεί πάλι το ενδιαφέρον. Με επιστέγασμα το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 2004, στην Πορτογαλία, όπου σημειώθηκε η μεγαλύτερη έκπληξη όχι μόνο στη σύγχρονη ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού, αλλά και όλων των αιώνων, από την εποχή ίσως των πρώτων ολυμπιακών αγώνων στην αρχαιότητα, η κατάκτησή του δηλαδή από τη χώρα μας, και μάλιστα με δύο νίκες σε βάρος της εθνικής τής διοργανώτριας χώρας ...

Τελειώνει το EURO και, μέσα στον θρίαμβο και τη διεθνή αναγνώριση, ο Ρεχάγκελ απορρίπτει δελεαστικές προτάσεις από παντού και (ουδείς τέλειος) κάνει το τεράστιο λάθος να παραμείνει σε μια χώρα που όμως, από την επόμενη κι όλας μέρα, έχει αρχίσει να δείχνει ότι όχι μόνο δεν μπορεί να διαχειρισθεί την απίστευτη αυτή επιτυχία αλλά προσπαθεί, με κάθε τρόπο, να την ξεφορτωθεί.

Τι θάπρεπε να γίνει; Το αυτονόητο: Να τοποθετηθούν (επιτέλους) σοβαροί άνθρωποι επικεφαλής του ποδοσφαίρου, να εξυγιανθούν οι δομές, να σταματήσει η άθλια διασύνδεση συλλόγων και πολιτικών, να κλείσει η στρόφιγγα της οικονομικής στήριξης (με δημόσιο χρήμα) των αποτυχημένων (βλ. πχ τον νόμο 2947/2001 που, σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, επέτρεψε στις χρεωκοπημένες ομάδες να μπουν στην ειδική εκκαθάριση του άρθρου 46 Α, να ξεφορτωθούν τα χρέη τους σε βάρος των δανειστών τους - κυρίως του ελληνικού δημοσίου - και να βγουν οικονομικά "υγιείς", στα χέρια όμως των ίδιων πάντα ανθρώπων), να μπει τάξη στην αλητεία των γηπέδων, να εξαργυρωθεί το δώρο που μας έπεσε απ' τον ουρανό, ν' απομακρυνθούν οι τραγικοί παράγοντες του κοινού ποινικού δικαίου, να γίνει, επιτέλους, ένα νέο ξεκίνημα.

Αντ' αυτών, έχουμε, δυο χρόνια μετά, ένα ανεκδιήγητο πρωτάθλημα, με ομάδες που συγκροτούνται εκ των ενόντων με ό,τι πετάει κι ό,τι κολυμπάει στον πλανήτη, αρκεί να μπορεί να φορέσει αθλητικά παπούτσια και να κλωτσήσει, και, όπως πάντα πρωταθλητές στη γελοιότητα, ονομάζουμε μεγαλοπρεπώς το υποβαθμισμένο αυτό προϊόν "Super League"! Άντε, και το επόμενο πρωτάθλημα να το βαφτίσουμε "Dodekatheon", μπας και φοβηθούν οι ξένοι (κι ας παίζουν 16 ομάδες, άλλωστε κι οι αρχαίοι Θεοί δεν ήταν μόνο 12).

Και, βέβαια, μέσα στην καφρίλα αυτή, κι ενώ οι ελληνικές ομάδες στην Ευρώπη ξαναγυρνούν, με βήμα γοργό, τη χώρα στη δεκατία του 60, μαζεύοντας γκολ με το σωρό, το πρόβλημα είναι ο Καψής, ο Ζαγοράκης, ο Σαμαράς, ο Στολτίδης, ο Ζήκος, οι προφανώς εσφαλμένες επιλογές και εμμονές του προπονητή και δέκα εκατομμύρια άνθρωποι κάθε μέρα να προτείνουν τη σωστή σύνθεση της Εθνικής και να τα χώνουν στον Ρεχάγκελ , ζητώντας την απομάκρυνσή του, για να δει επιτέλους φως η εθνική ομάδα, να στελεχωθεί με άξιους παίκτες από την αστείρευτη δεξαμενή των ελληνικών συλλόγων και να ξαναβρεί την (προαιώνια) θέση που της αξίζει στο παγκόσμιο αθλητικό στερέωμα.

Πρόταση: Ο (κυρίαρχος) λαός έχει δίκαιο. Όπως πάντα. Ο άνθρωπος αυτός τόσα ξέρει τόσα κάνει, άλλωστε you can't teach an old dog new tricks. Γι αυτό πρέπει, επιτέλους, να παυθεί. Αν γίνεται, ευγενικά, συναινετικά. Αλλιώς, ε, τι να γίνει, λίγη βία δεν βλάπτει, άλλωστε, το ξέρουμε χρόνια τώρα, η βία είναι η μαμή της ιστορίας.

Να φύγει λοιπόν ο άσχετος, μοναδικό εμπόδιο στην κατάκτηση και του επόμενου ευρωπαϊκού τίτλου, κι ας πάει πίσω στην πατρίδα του, σε κάνα κυκλαδονήσι, στο Άγιο Όρος, στο Πουκέ, σε ΚΑΠΗ, στο φεγγάρι, ή όπου αλλού θελήσει. Κι η εθνική ομάδα να ακολουθήσει - χέρι χέρι με τους συλλόγους - το πεπρωμένο της.

Αλλά, ας μην ανησυχούμε. Μετά από πολλά χρόνια, όταν η εθνική μας ομάδα θα συναγωνίζεται τις εθνικές Κοσόβου, Λιχτενστάϊν, Βατικανού, Ανδόρας Άνω Σιλεσίας και Μάλτας, κι όταν η αλήθεια θα 'χει ξεχασθεί, ε, τότε, θάρθει η ώρα της δικαίωσης: Ο Ρεχάγκελ θα βγει από τα χρονοντούλαπα της ιστορίας, θ' αποκατασταθεί, θα δοξασθεί, θα γίνει άγαλμα, δρόμος, πλατεία, αεροδρόμιο, γραμματόσημο, εθνική γιορτή, αργία για το Δημόσιο. Θα μπει στα σχολικά βιβλία, στα χαρτονομίσματα, στη σημαία, στα τέμπλα των εκκλησιών, θ' ανακηρυχθεί άγιος. Και το ευρωπαϊκό κύπελλο θα τοποθετηθεί σε μεγαλοπρεπές βάθρο, στην πλατεία Συντάγματος, όπου κάθε χρόνο θα τελείται πανηγυρική τελετή, παρέλαση, δοξολογία, ολονυκτία. Κι οι απόγονοί μας, μη μπορώντας να εξηγήσυν πώς τέτοιο ιερό αντικείμενο έτυχε και βρέθηκε στη χώρα μας, θα πιστέψουν ότι είναι θεόσταλτο και θ' αρχίσουν να το λατρεύουν όπως οι μουσουλμάνοι την ιερή πέτρα Kaaba στη Μέκκα. Θα γίνονται θαύματα, κουτσοί θα τρέχουν και τυφλοί θα βλέπουν, παιδιά θα βαφτίζονται με τ' όνομα Otto, θα οργανώνονται εκδρομές από την άκρη του κόσμου, πλήθη προσκυνητών θα συρρέουν, θ' ανθίσει ο θρησκευτικός τουρισμός, θ' ανασάνει κι η οικονομία. Η μέτρηση των χρόνων θα γίνεται, πλέον, όχι με αφετηρία τη γέννηση του Χριστού αλλά την κατάκτηση του EURO. Και, το υπέροχο αυτό - και μέχρι σήμερα ακατανόητο - νεοελληνικό επίτευγμα, μαζί κι η συνεισφορά του Ρεχάγκελ , θ' αποκτήσουν, επιτέλους νόημα.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2006

Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου (με το άλλο σόι τι γίνεται;)


"Οικογένεια δεν είναι ομάδα συγγενών. Είναι κάτι περισσότερο από συγγένεια αίματος, πρέπει να είναι συγγένεια ιδιοσυγκρασίας. Ο ιδιοφυής άνθρωπος συχνά δεν έχει οικογένεια. Έχει συγγενείς".

Του Fernando Pessoa, Marginalia.
----

Ασφαλώς και δεν νιώθω ιδιοφυής. Ούτε καν έξυπνος. Από τότε όμως που διάβασα τον παραπάνω αφορισμό του Pessoa, τον σκέφτομαι συνεχώς. Προσπαθώ να τον καταλάβω, να τον αποκωδικοποιήσω, να δω αν ισχύει στη δική μου περίπτωση, στους ανθρώπους που γνωρίζω, στον περίγυρό μου (που κι αυτοί, φευ, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ιδιοφυείς).

Συγγενείς; Με την έννοια που δίνει ο Pessoa, ναι, έχω, να 'ναι καλά οι άνθρωποι. Οι οποίοι, βέβαια, δεν είναι υποχρεωμένοι να 'χουν διαβάσει (και να συμφωνούν) με τον περίεργο αυτό πορτογάλο. Και που, βεβαίως, με θεωρούν όχι μόνο συγγενή, αλλά μέλος της οικογένειας. Με το νόημα που η λέξη αυτή έχει χιλιάδες χρόνια τώρα. Νόημα που δεν ενδιαφέρεται και τόσο αν τυχόν τα μέλη της οικογένειας μοιράζονται ή όχι κοινές αξίες, σκέψεις, προβληματισμούς, φόβους κι αγάπες. Αρκεί η συγγένεια του αίματος, είναι άλλωστε γνωστό ότι το αίμα νερό δεν γίνεται. Η κοινή καταγωγή, τα γονίδια, η γραμμική πορεία. Τα άλλα, αν υπάρχουν καλό είναι, αν δεν υπάρχουν δεν πειράζει, μπορούμε και να τα κατασκευάσουμε, το κοινό παρελθόν είναι αστείρευτη δεξαμενή, άλλωστε, σήμερα, ο καθένας έχει τις δουλειές του, πού καιρός γι αληθινή επαφή ...

Η οικογένεια λοιπόν όπως την ξέρουμε, ιερός θεσμός και θεμέλιο της κοινωνίας, και η οικογένεια του Pessoa, άνθρωποι δηλαδή που δένονται όχι με το αίμα αλλά με τη συνάφεια, τη συγγένεια απόψεων και συμπεριφορών, την αμοιβαία έλξη και αγάπη, την κοινή στάση ζωής. Κάθε σύγκριση περιττή. Γιατί η προ Pessoa οικογένεια έρχεται από πολύ μακριά, νιώθει απίστευτα σίγουρη, έχει - ακόμη κι η πιο ασήμαντη - τους δικούς της μύθους, τους δικούς της ήρωες, καλούς και κακούς, τους δικούς της εχθρούς, τη δική της ιεραρχία, τους δικούς της κώδικες συμπεριφοράς, τις δικές της αξίες. Κι όποιος προσπαθεί να την απομυθοποιήσει, να της αφαιρέσει την πολύτιμη αυτή πατίνα του χρόνου, να τη δει με λογική ματιά, να τη σχετικοποιήσει, να διατυπώσει διαφορετική άποψη για τα ιερά και τα όσιά της, να της αφαιρέσει το φωτοστέφανο, διαπράττει ιεροσυλία. Γιατί, αν απ΄ τους ανθρώπους κόψεις τις ρίζες, σε τι άραγε μπορούν να στηριχθούν; Και πώς θα πάνε παρακάτω; Με τι κουράγιο θα δημιουργήσουν απογόνους; Κι αν αρχίσεις να ξαναγράφεις τα γραμμένα, να φωτίζεις τις σκοτεινές γωνιές, να πηγαίνεις γυρεύοντας και ν' αφαιρείς τα φωτοστέφανα, πού άραγε θα σταματήσεις;

Τι γίνεται όμως αν κάποιος έχει διαβάσει Pessoa; Ή, κι αν δεν έχει διαβάσει, αν έχει νιώσει, βαθιά μέσα του, την αλήθεια του παραπάνω αφορισμού; Αν, αντί να είναι πρόθυμος φορέας του οικογενειακού του μύθου, προσπαθεί ν' αναπλάσει το παρελθόν, να κοιτάξει όσο πιο καθαρά γίνεται στην κρυστάλλινη σφαίρα της ζωής του, που θαμπή την παρέλαβε, να γράψει τη δική του εκδοχή, διαφορετική απ' την επίσημη, όχι για να πληγώσει άλλους, αλλά για να καταλάβει τη δική του ύπαρξη, να πάει παρακάτω; Τι γίνεται με τον αποσυνάγωγο αυτό; Μ' εκείνον που, κάθε στιγμή, έχει έντονη την αίσθηση ότι μπορεί να βρίσκεται ανάμεσα στους συγγενείς του, όχι όμως κι ανάμεσα στην οικογένειά του; Και που, για το λόγο αυτό, νιώθει απίστευτα μόνος; Ποια είναι η θέση του πια, τώρα που, ο άμυαλος, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου;

Ας μην ανησυχούμε όμως, η σωστή οικογένεια τα ξέρει αυτά, τα περιμένει, είναι προετοιμασμένη. Κι όσο πιο ευφυής είναι, τόσο μπορεί να δέχεται, να παραβλέπει, να συγχωρεί και ν' απορροφά τέτοιου είδους παραβατικές συμπεριφορές, να ενσωματώνει τα απολωλότα μέλη της στα υγιή, να διαγράφει μικρούς ή μεγάλους κύκλους, να στέκεται για λίγο, να μη χάνει όμως ούτε στιγμή το στόχο της, που δεν είναι άλλος απ' τη δικαίωση του παρελθόντος της και την προέκτασή της στο μέλλον.

Κι αν, τώρα, σε μια τέτοια οικογένεια, κάθε συγκέντρωση καταλήγει, σιγά σιγά, να βουλιάζει το αιρετικό της μέλος σε μιαν αυτιστική κατάσταση, μόνον ανάμεσα σε πολλούς, ε, τι να γίνει, οι μεγάλες αποστολές έχουν και παράπλευρες απώλειες. Εξάλλου, όλοι σήμερα έχουν τα βάσανά τους, ποιος ξέρει τι να τον ταλαιπωρεί, φταίνε βέβαια και τα πολλά διαβάσματα, από μικρός άλλωστε ήταν λίγο διαφορετικός, μάλλον δέχθηκε υπερβολική αγάπη και καλόμαθε, δεν πειράζει όμως, κατά βάθος είναι τόσο καλό παιδί, δικό μας βέβαια παιδί, σίγουρα την άλλη φορά θα 'ναι καλύτερα, μην τον πιέζετε σήμερα ...

Δευτέρα, Οκτωβρίου 02, 2006

Επαγγελματικός προσανατολισμός (mind the wall, though)


Πάει αρκετός καιρός που με παρακάλεσαν να παρευρεθώ σε οικογενειακό συμβούλιο. Έπρεπε να παρθεί μια εξαιρετικά σημαντική απόφαση. Η κορούλα μόλις είχε τελειώσει τη Νομική, και μάλιστα με καλό βαθμό, ήξερε γλώσσες, είχε φιλοδοξίες, έπρεπε να αποφασισθεί τι καριέρα θ' ακολουθούσε, δεν έπρεπε να γίνει κανένα λάθος, μια φορά τα αποφασίζει κανείς αυτά, μετά ίσως να' ναι πολύ αργά, και το κορίτσι, είπαμε, είχε μέλλον (για παρελθόν μη με ρωτάτε, δεν ήταν πάντως αυτό το θέμα).

Τώρα, θα ρωτήσετε, γιατί εμένα; Απλά, με είχαν γνωρίσει σε μια κοινωνική συναναστροφή. Υποτίθεται πως με εκτίμησαν. Και, το σπουδαιότερο, γιατί οι γονείς δεν είχαν σπουδάσει. Ο μπαμπάς έμπορος, η μαμά δημόσιος υπάλληλος, ο κανακάρης τους τεχνολογικό ΤΕΙ, το άλλο σόϊ διάφορα άσχετα, κι ο πνιγμένος απ' τη σανίδα πιάνεται.

Αρνήθηκα, όσο πιο ευγενικά μπόρεσα. Μάταια. Τους εξήγησα πως αυτά τα πράγματα πρέπει να τ' αποφασίσει η ίδια η ενδιαφερόμενη, τη ζωή της αφορούν, μόλις κλείσουν τα φώτα οι άλλοι θα χαθούν και θα μείνει μόνη της απέναντι στην πραγματικότητα, η επιλογή της οποίας πρέπει να της ανήκει χίλια τα εκατό. Αστεία πράγματα. Είναι δυνατόν η μικρή να πάρει τέτοιες αποφάσεις; Και με τι προσόντα; Αυτή, μια ζωή το μόνο που έκανε ήταν να διαβάζει, να' ναι καλή μαθήτρια, μετά καλή φοιτήτρια, να μαθαίνει γλώσσες, να πηγαίνει σπίτι-πανεπιστήμιο-γαλλικό (αγγλικό, γερμανικό, ισπανικό, συμπληρώστε ό,τι νομίζετε) φροντιστήριο και μετά πάλι σπίτι, να κοιτάει τους γονείς της στα μάτια, να τους σέβεται (ειδικά τον μπαμπά, τόσες και τόσες θυσίες έκανε για να μη τους λείψει τίποτε) και να τους ακούει. Τέλος πάντων, κατάλαβα ότι είχα εγκλωβιστεί και δέχτηκα να περάσω για λίγο, όχι βέβαια για να πάρω μέρος στη σχετική ψηφοφορία, αλλά για να την ενημερώσω, όσο μπορώ, για τις διάφορες δυνατότητες του πτυχίου της.

Η συνάντηση κανονίστηκε για κάποιο απόγευμα. Με καφέδες, γλυκά κλπ. Η ευγένεια και οι φιλοφρονήσεις περίσσευαν. Στο κρίσιμο Συμβούλιο μετείχαν δύο μέλη με αποφασιστική ψήφο (μπαμπάς 2 ψήφοι, μαμά 1), ένας με συμβουλευτική (αδελφός), το αντικείμενο της ψηφοφορίας (κόρη) κι ένας εξωτερικός εμπειρογνώμωνας (εγώ).

Στην αρχή με ρώτησαν τι μπορεί να κάνει κάποιος με πτυχίο νομικής. Τους ανέπτυξα τις διάφορες δυνατότητες, τους καθησύχασα, τους είπα ότι το πτυχίο αυτό είναι ένα από τα καλύτερα, δίνει πρόσβαση σε πολλά και διαφορετικά επαγγέλματα, αρκεί, πρώτα, να μιλήσει η μικρή, να πει τι της αρέσει, πώς φαντάζεται τον εαυτό της μετά από λίγα χρόνια, τι θα' θελε να γίνει αν μπορούσε να ευχηθεί κάτι και αυτό να γινόταν.

Η ερώτηση συνάντησε παγερή σιωπή κι η ανάκριση συνεχίστηκε. Καριέρες, απαιτήσεις, χρόνια αναμονής, πιθανότητες επιτυχίας, προσδοκώμενο εισόδημα κλπ. Αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου και πρότεινα στη μικρή, μιας που γνώριζε (όπως έλεγε) και τόσες γλώσσες, να φύγει λίγο στην Ευρώπη ή, καλύτερα, στην Αμερική, μόνη της, έστω για ένα χρόνο, να σπουδάσει, αλλά, πάνω απ' όλα, να γνωρίσει μιαν άλλη κοινωνία, εμπειρία ανεκτίμητη που θα τη συντρόφευε για την υπόλοιπη ζωή της.

Εδώ τα πρόσωπα σοβάρεψαν. Όχι, αυτό να μη το συζητώ, δεν είναι θέμα χρημάτων, κάτι υπήρχε στην άκρη για κάθε παιδί, όμως η μοναχοκόρη δεν είχε μείνει ποτέ μόνη της, η οικογενειακή φιλοδοξία ήταν να φύγει απ' το σπίτι μόνο νυφούλα, Παρίσια και Λονδίνα (τα περί Αμερικής ακούστηκαν ως κακόγουστο αστείο) έχουν τόσους και τόσους κινδύνους, ποιος θα την φροντίζει εκεί, μιλάμε για ευαίσθητο κορίτσι, και δεν είναι μόνον όσα απειλούν μιαν ηθική κοπέλα μόνη κι αφοσιωμένη στην επιστήμη, είναι κι οι τρομοκράτες, δεν είδαμε τι έγινε πρόσφατα στο Λονδίνο; Εξάλλου, όπως η ίδια έσπευσε να πει (μη χάσει), στη χώρα μας πλέον λειτουργούν άριστες μεταπτυχιακές σπουδές, κάτι θάβρισκε να ακολουθήσει, μα, ας βρούμε πρώτα τα της δουλειάς, τα επιστημονικά έρχονται μετά.

Κατάλαβα ότι είχα απέναντί μου τείχος άπαρτο και περιορίστηκα στις τεχνικές λεπτομέρειες. Μετά από ώρα, κι αφού με είχαν ξεθεώσει σε ασήμαντες ερωτήσεις, έδειξε να τους ενδιαφέρει, κατά σειρά, α/ ένα καλό δικηγορικό γραφείο, όπου η μικρή θα μπορούσε να εξελιχθεί, β/ η σχολή δικαστών, γ/ η νομική υπηρεσία κάποιας τράπεζας και δ/ το νομικό συμβούλιο.

Όταν η λίστα αυτή συμπληρώθηκε, και πριν γίνει η τελική επιλογή, επωφελήθηκα από μια μικρή χαλάρωση στα σφιγμένα πρόσωπα (νόμιζαν ότι είχαμε σχεδόν τελειώσει) και ρώτησα τη μικρή αν την ενδιέφερε, εκτός από τις τεχνικές λεπτομέρειες, το ηθικό περιεχόμενο κάθε επαγγέλματος. Αν δηλαδή, όπως βιάστηκα να εξηγήσω, την ενδιέφερε όχι μόνο η καριέρα, το χρήμα, η εξέλιξη, ο χώρος εργασίας, οι άδειες κύησης κλπ, αλλά και το σε ποιο σύνολο θα εντασσόταν, τι θα 'κανε, τι αποφάσεις θα 'πρεπε να πάρει, μέχρι ποιο σημείο θα δεχόταν να συμβιβασθεί, με ποιους ανθρώπους θα συναναστρεφόταν, τι επίδραση θα 'χε το μικρό λιθαράκι της δικής της εργασίας στην ευρύτερη κοινωνία, στην οποία όλοι ανήκουμε, πώς φανταζόταν την εργασία της σε σχέση με το σύστημα αξιών της, ποιος, τέλος πάντων, φανταζόταν ότι θα 'θελε να ναι ο δικός της ρόλος και στην επίτευξη τίνος πράγματος απιθυμούσε να συμβάλει, στα τόσα και τόσα χρόνια που, φυσιολογικά, θ' ακολουθούσαν.

Καλύτερα να την είχα ρωτήσει αν, όταν ήταν στο δημοτικό, την είχε κακοποιήσει κάνας δάσκαλος. Τότε θα με κοιτούσαν όλοι με λιγότερη απορία. Μετά από ένα ατέλειωτο διάστημα σιωπής, ο πατέρας με ρώτησε, αγριεμένος: μα, τι λέτε τώρα, εδώ μιλάμε για το τι δουλειά θα διαλέξουμε, τι ηθικό περιεχόμενο κλπ μας λέτε, για ποιες αξίες μας μιλάτε, δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα, το κορίτσι μας είναι διαμάντι, για ποιαν την περάσατε, ό,τι πρέπει να κάνει θα το κάνει τέλεια.

Τώρα, να του απαντήσεις πως, αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα, ότι δηλαδή η μονάκριβη κορούλα του έχει εκπαιδευτεί έτσι ώστε, στη μελλοντική της δουλειά, ό,τι της πουν να κάνει να το κάνει τέλεια, χωρίς κανένα δισταγμό, μάταιος κόπος. Έρριξα λευκή σημαία, παραδώθηκα, ζήτησα κι ένα δυνατό ποτό. Και συνέχισα ν' απαντάω σε ερωτήσεις του τύπου πόσα παίρνει ένας δικαστής, πότε γίνεται πρόεδρος, πόσα δίνει ένα καλό γραφείο, αν μπορείς σύντομα να γίνεις partner, αν οι νομικοί σύμβουλοι μπορούν να δικηγορούν τα απογεύματα, τι θα γίνει με τα (δύο, τρία, δεκατρία) παιδιά που σίγουρα θα ακολουθήσουν (η ανεύρεση γαμπρού ήταν για το επόμενο συμβούλιο, όπου, σίγουρα, άλλος θα 'παιζε το ρόλο μου).

Την ξανασυνάντησα μετά από καιρό. Είχε γίνει ... Αλλά, αυτό δεν ενδιαφέρει. Εκείνο που ίσως ενδιαφέρει είναι ότι, όπως αμέσως κατάλαβα (και μου το επιβεβαίωσαν στενοί της συνεργάτες), είχε εξελιχθεί σε 'να ωραίο φυτό γραφείου. Ένα ακόμη ασήμαντο ρομποτάκι, άψογο προϊόν γραμμής παραγωγής ανάμεσα στα τόσα άλλα. Όπως ακριβώς την προόριζαν. Που διεκπεραίωνε όγκους εργασίας χωρίς καμία σκέψη, ευαισθησία, αντίρρηση (προπαντός), πρωτοβουλία. Και, που, βέβαια, τους είχε όλους ευχαριστημένους. Ειδικά, γονείς, σύζυγο, προϊστάμενο. Η ίδια; Ποια να ήταν τα συναισθήματά της; Όταν πήγα να ρωτήσω απέφυγε τη συζήτηση. Και καλά έκανε. Γιατί, από πότε της είχαν επιτρέψει να σκεφτεί και δεν υπάκουσε στην εντολή;