Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2006

Husbands and Wives (ζευγάρι 5)


Ευάγγελος και Ευαγγελία


Να στέλνει με το κινητό μηνύματα τρέμοντας μήπως τα διαβάσει κάποιο αδιάκριτο μάτι, αυτό ναι, ο Ευάγγελος το 'χε ζήσει, κι όχι μια φορά. Αλλά, πάντοτε, ο αποδέκτης ήταν γυναίκα. Που την ήθελε, την φλέρταρε ή είχε ήδη κάνει δεσμό μαζί της. Κάτω από συνθήκες που αυτό έπρεπε πάση θυσία να μείνει μυστικό. Να νιώθει όμως το ίδιο συναίσθημα προσπαθώντας να επικοινωνήσει με την κόρη του, ε, όχι, αυτό ήταν κάτι που ο Ευάγγελος ποτέ δεν θα μπορούσε ούτε να φανταστεί. Τουλάχιστον ποτέ πριν από τη σημερινή νύχτα. Αλλά, όπως πολλοί σοφοί έχουν πει, κι η πιο ζωηρή φαντασία ωχριά μπροστά στη ζωή. Την αληθινή ζωή, αυτή που, μερικές φορές, όταν έχει κέφια, μας παγιδεύει, χωρίς, στην αρχή τουλάχιστον, να το πολυκαταλαβαίνουμε, σε καταστάσεις που, αν τις βλέπαμε στην οθόνη, θα γελούσαμε με την τόσο ζωηρή φαντασία του σεναριογράφου, απόλυτα βέβαιοι ότι τέτοια πράγματα δεν συμβαίνουν. Και πάντως δεν συμβαίνουν, ούτε ποτέ πρόκειται να συμβούν, σε μας.

Αυτά σκεφτόταν ο Ευάγγελος, παγωμένος απ' το κρύο, μέσα στο αυτοκίνητό του με σβηστή τη μηχανή, λίγη ώρα πριν μπει ο νέος χρόνος, παρκαρισμένος απέναντι απ’ την πίσω μεριά του σπιτιού του, τρέμοντας μην τον δει κάποιος γείτονας και, κυρίως, μη τον δει η Ευαγγελία, η γυναίκα του. Έξω απ’ το σπίτι του λοιπόν, όσο κι αν αυτό ακούγεται απίστευτο, σαν τον κλέφτη, με σηκωμένο τον γιακά του παλτού του και τουρτουρίζοντας, ο Ευάγγελος, που δεν πίστευε σε κανένα Θεό, καμία θρησκεία και κανένα προφήτη, και που έμπαινε σε εκκλησία μόνο αν έπρεπε να πάει σε γάμο, βαφτίσι ή κηδεία, προσπαθούσε να σκεφτεί ποια ανώτερη δύναμη θα τον δεχόταν στις τάξεις της έστω και την τελευταία στιγμή και, με οποιοδήποτε αντάλλαγμα, λίγο τον ένοιαζε το τίμημα που θα ‘πρεπε να πληρώσει, θα του χάριζε το θαύμα που τόσο ποθούσε, να ‘βγαινε η κορούλα του, το αγγελάκι του των δώδεκα χρόνων, για λίγο, έστω και μισό λεπτό, στο μπαλκόνι του δωματίου της. Να τη δει, ν' ανασάνει, να φορτίσει τις μπαταρίες του, να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία του στον μάταιο τούτο κόσμο. Που, όσο η κόρη του υπήρχε, δεν του φαινόταν και τόσο μάταιος. Να βγει στο μπαλκόνι, ή, αν αυτό δεν ήταν δυνατόν, να σταθεί πίσω απ' το τζάμι της μπαλκονόπορτας μ’ αναμμένο το φως, να μπορέσει έτσι να δει έστω το περίγραμμά της να χαράζεται στην κουρτίνα. Ναι, θα ‘φτανε κι η οπτασία αυτή, τα άλλα μπορούσε να τα συμπληρώσει, απέξω ήξερε το κορμάκι της, θα το τοποθετούσε αυτός στη σωστή θέση, το σχήμα μόνο να του δινόταν.

Ας πάμε όμως λίγο πίσω, ή μάλλον ας πάμε πολύ πίσω, έτσι κι αλλιώς είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς κι έχουμε χρόνο, ό,τι έγινε έγινε φέτος, τα καλά θα γίνουν την επόμενη χρονιά, κάθε φορά άλλωστε έτσι συμβαίνει, δεν είναι τυχαίο που όλοι, όπου βρεθούμε και σταθούμε τις άγιες αυτές μέρες, ευχόμαστε κάθε χαρά κι ευτυχία για το νέο έτος, λες κι αυτό που τώρα ζούμε το ‘χουμε πια ξεγράψει. Ο Ευάγγελος λοιπόν γεννήθηκε το 1951 κι είχε την τύχη να ‘χει γονείς πραγματικά καλλιεργημένους. Μεγάλωσε μέσα στα βιβλία, τη μουσική, τις ξένες γλώσσες, την αγάπη για τη μόρφωση, την αγωνία για την πορεία της χώρας και την απόγνωση για τα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας.

Εξαιρετικός μαθητής, μπήκε, ανάμεσα στους πρώτους, στο πολυτεχνείο το 1969, σπούδασε ηλεκτρολόγος – μηχανολόγος, αναμίχθηκε στο φοιτητικό κίνημα, τον συνέλαβαν, από τα χέρια της Αστυνομίας και μαύρο απ’ την περιποίηση τον γλύτωσε ο θείος του, που τότε είχε ψηλή θέση σε κάποιο υπουργείο, τον ξανασυνέλαβαν, δώστου πάλι να τρέχει ο θείος, ευτυχώς ο Ευάγγελος είχε γερή κράση κι άντεχε την κακομεταχείριση, κι έτσι μπόρεσε κι έζησε τα γεγονότα της εποχής από πρώτο χέρι, κι όταν λέμε από πρώτο χέρι εννοούμε ότι βρέθηκε αληθινά και στην ταράτσα της νομικής τον Μάρτιο του 1973 και στο πολυτεχνείο λίγους μήνες μετά. Γιατί, όπως όλοι ξέρουμε, όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότεροι ανακαλύπτονται να ‘χουν βρεθεί στους ιερούς αυτούς χώρους τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, τόσους πια ήρωες πού ν’ αντέξει η έρμη αυτή χώρα, ούτε το τίμιο ξύλο δεν έχει τέτοια πέραση, που, αν μπορούσαμε να το μαζέψουμε, ολόκληρο στόλο θα ναυπηγούσαμε, ο Ευάγγελος όμως ήταν πράγματι εκεί, παλεύοντας για ψωμί, παιδεία, ελευθερία.

Τέλος πάντων η χούντα έφυγε κι ο Ευάγγελος, αφού υπηρέτησε τη θητεία του στα σύνορα, έφυγε κι αυτός για το Παρίσι, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Όπου, εκτός απ΄ τις σπουδές, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, το διάβασμα, τα ταξίδια, τον έρωτα. Έζησε έτσι πέντε γεμάτα χρόνια, όπως μετά συνήθιζε να λέει και δεν έχουμε λόγο να μην τον πιστέψουμε, τα καλύτερα της ζωής του. Και, αφού τέλειωσε τη διδακτορική του διατριβή με άριστα και κρατούσε στα χέρια του τουλάχιστον τρεις προτάσεις να διδάξει σε σχολές της ειδικότητάς του, πήρε κι αυτός, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, τη λάθος απόφαση να γυρίσει πίσω. Για να βοηθήσει, όπως τότε πίστευε, μ’ όσες δυνάμεις είχε, στην οικοδόμηση της νέας Ελλάδας, ναι, ξέρετε, της Ελλάδας που τόσο ωραία οικοδομήθηκε στα τριάντα και βάλε αυτά χρόνια.

Γύρισε λοιπόν ο Ευάγγελος κι ο ενθουσιασμός περίσσευε στην ψυχή του, όπως όμως όλα τα ωραία παραμύθια έτσι κι αυτό δεν κράτησε πολύ. Γιατί, όσο ο Ευάγγελος σκότωνε τον καιρό του στο Παρίσι με δαπάνες των γάλλων φορολογουμένων, έτρωγε κι έπινε στα γαλλικά μπιστρό, έκανε βόλτες στις όχθες του Σηκουάνα, γύριζε στα μουσεία, δεν άφηνε θέαμα για θέαμα και συναυλία για συναυλία και, κυρίως, έτρεχε πίσω απ’ τον ποδόγυρο, ιδίως όταν αυτός κάλυπτε παρισινά πόδια, κι όσοι έχετε ζήσει στο Παρίσι με καταλαβαίνετε, η Ελλάδα, όπως οι παλιότεροι θυμούνται κι οι νεότεροι σίγουρα έχουν μάθει, γύρισε σελίδα. Κι αφήνοντας πίσω χρόνια και χρόνια καθυστέρησης και υπανάπτυξης, στράφηκε αποφασιστικά στη νέα μεγάλη ιδέα, την ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια, που μόνο τώρα θα γινόταν αληθινή οικογένεια, αφού η χώρα μας ήταν πάντα το εκλεκτότερο παιδί της, κι ας μην το ‘ξεραν αυτό πολλοί, έτσι όμως γίνεται συχνά με τα οικογενειακά μυστικά, αλλιώς τι μυστικά θα ‘ταν.

Δεν είναι τώρα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, η ώρα να διηγηθούμε τα όσα θαυμαστά συνέβησαν την εποχή εκείνη, να πούμε όμως μόνον ότι η χώρα, όσο αμφίβολο κι αν είναι πόσο πράγματι αγάπησε τη νέα της οικογένεια, σίγουρο όμως είναι ότι ερωτεύτηκε τρελά τις επιδοτήσεις της και ρίχτηκε με τα μούτρα στο μεγάλο φαγοπότι, άλλο βέβαια είχε στο μυαλό του ο Φερρέρι όταν γύριζε την ομώνυμη ταινία αλλά δεν πειράζει, κι εξάλλου έτσι πρέπει να γίνεται, το λέει κι η παραβολή, για τον άσωτο υιό θυσιάστηκε ο μόσχος ο σιτευτός, κι ας δούλευε σκληρά για την οικογένειά του το άλλο παιδί, αυτό που, όπως φαίνεται, δεν ένιωσε την ανάγκη να κάνει την επανάστασή του με έξοδα άλλων, και γι αυτόν άντε να ‘χαν σφάξει κάνα πετεινάρι, όποια πάντως αντίρρηση κι αν έχετε για το αληθινό μήνυμα των παραβολών η Ευρώπη δεν πρέπει να ξεχάσει τις χριστιανικές της ρίζες, αλλιώς χαθήκαμε, και το ευρωπαϊκό σύνταγμα που τις ξέχασε ακόμη στο συρτάρι παραμένει, κι άγνωστο πότε θα βγει από κει.

Ήρθε από κοντά κι ο σοσιαλισμός, κυκλοφόρησε, στην ώρα του, το ΚΛΙΚ κι έμαθε, επιτέλους, ο λαός, ποιο είναι το σωστό μέγεθος του πέους, πώς να κάνει στοματικό έρωτα και με τι χαβιάρι να συνοδεύει τη σαμπάνια του, αν είναι δυνατόν να τα ξέρουν αυτά τόσοι και τόσοι άλλοι και να μη τα ξέρουν οι απόγονοι του Λεωνίδα και του Περικλή, οι γενιές της μεταπολίτευσης έκαναν ταχύρρυθμα μαθήματα εκμάθησης των νέων αξιών, πετάχτηκαν τ' αμπέχωνα και φορέθηκαν τα πρώτα Αρμάνι, πάτησαν τους δρόμους μας χλιδάτα αυτοκίνητα, άνοιξαν πολυτελή εστιατόρια, αποικήθηκαν τα βόρεια προάστια, χτίστηκαν χιλιάδες μαιζονέττες, κάηκαν τα τελευταία δάση, δοξάστηκαν η Μύκονος, η Αράχωβα και τα χιονοδρομικά, τόσα και τόσα θαύματα συνέβησαν κι ακόμη συμβαίνουν, ε, πώς να λείψουν απ’ το γλέντι οι παλιοί αγωνιστές, αληθινοί και ψεύτικοι, τουλάχιστον ένα μεγάλο τμήμα τους, μπροστάρηδες είχαν ταχθεί στον αγώνα και τώρα αυτός ήταν ο αγώνας, δεν θα χάσουμε καιρό να το φιλοσοφήσουμε, το ‘πε άλλωστε κι ο στρατηγός Πάττον, καλύτερα μια λάθος απόφαση παρά καμία απόφαση, κι έτσι κατάφερε να μπει στο Βερολίνο και να σώσει ένα τμήμα του, έστω και το πιο άσχημο, σκεφτείτε όμως να ‘χε πέσει κι αυτό στα χέρια των Σοβιετικών, πόσο πιο δύσκολο θα ‘ταν μετά να γκρεμίσουμε το τείχος.

Τα είδε λοιπόν αυτά ο Ευάγγελος, πάνω απ’ όλα κατάλαβε τι πραγματικά είχε συμβεί και για πού βάδιζε ο τόπος. Κι όταν οι προτάσεις απ’ τους παλιούς του φίλους και συντρόφους άρχισαν να πέφτουν βροχή κι όλοι τον ήθελαν δίπλα τους, τέτοιο κελεπούρι δεν έπρεπε να το χάσουν, και ποιος προοδευτικός χώρος δεν θα ‘θελε στις τάξεις του έναν άσπιλο κι αγνό αγωνιστή, οι ιδιότητες αυτές δεν κρατούν πολύ αλλά χαράζονται στην ούγια, ακόμη και στο σάβανο σώζονται ανεξίτηλες, κι όσο ο καιρός περνάει κι εκείνοι που πραγματικά ξέρουν τι έχει συμβεί λιγοστεύουν, η αξία του ήρωα, μαζί και του χώρου του, μεγαλώνει, ο Ευάγγελος, που είχε πάρει την απόφασή του, είπε το μεγάλο όχι.

Όχι, που ακούστηκε τόσο παράξενο στους παλιούς του φίλους. Οι οποίοι, απασχολημένοι με τη νέα πορεία της χώρας και, πάνω απ' όλα, με τη νέα πορεία της δικής τους ζωής, ένα μόνο δεν είχαν υπολογίσει, ότι ο Ευάγγελος μπορεί τότε να ‘ταν σύντροφός τους στον κοινό αγώνα, δεν ήταν όμως ένας απ’ αυτούς, δεν ήταν όμοιός τους. Εκλεκτός και μοναχικός γερόλυκος, πιστός στα ιδανικά του, λιτοδίαιτος και χωρίς εξάρτηση από υλικά αγαθά, αρνήθηκε να εξαργυρώσει το παρελθόν του με πινάκιο φακής, έστω κι αν η φακή αυτή σερβιριζόταν μόνο σε υπουργικά γραφεία, κι ίσως αργότερα σε πρωθυπουργικά, γύρισε την πλάτη στη νέα τάξη πραγμάτων, βρήκε δουλειά σε γαλλική εταιρεία, ορκίστηκε να μην ασχοληθεί ποτέ πια μ' ό,τι στη χώρα αποκαλείται πολιτική και προσπάθησε να συνεχίσει τον τρόπο ζωής που είχε στο Παρίσι. Με μια μικρή διαφορά βέβαια, που τον πρώτο καιρό κάπως του ξέφευγε, κι ας ήταν τόσο έξυπνος. Ότι η Αθήνα δεν είναι Παρίσι. Ευτυχώς για το Παρίσι. Και δυστυχώς για την Αθήνα.

Αλλά, τόσα είπαμε για τον Ευάγγελο, ας πούμε λίγα λόγια και για την Ευαγγελία. Γεννημένη το 1961, κόρη δικηγόρου, από καλή κι αυτή οικογένεια, έξυπνη αλλά μια ζωή αφόρητα συντηρητική, δεν της πέρασε καν απ’ το μυαλό να σπουδάσει και λίγο στο εξωτερικό, μια χαρά ένιωθε στη χώρα της, κι όταν ήρθε η ώρα να διαλέξει επάγγελμα προτίμησε, προς μεγάλη στενοχώρια του πατέρα της, τη σιγουριά και την ηρεμία. Έγινε έτσι συμβολαιογράφος, οργάνωσε το γραφείο της, χώθηκε μέσα σε στοίβες από συμβόλαια και διαθήκες, και χαρωπά έριξε εκεί άγκυρα για να περάσει, πίσω απ’ τα εμπράγματα και τα ενοχικά δικαιώματα, κάποιες ομοιόμορφες και βαρετές δεκαετίες, προτού να ‘ρθει η ώρα να βγει στη σύνταξη.

Ήρθε μετά η ώρα του γάμου, κάθε πράγμα στον καιρό του, έτσι λέει ο λαός. Κι όταν γνωρίστηκε με τον Ευάγγελο, δέκα χρόνια μεγαλύτερο, και γοητεύτηκε απ’ το απόμακρο και στοχαστικό του ύφος, την ανιδιοτέλεια και την ευγένεια του χαρακτήρα του και τη φοιτητική του ιστορία, αποφάσισε ότι αυτός θα ‘ταν ο εκλεκτός. Έτσι, όταν ο Ευάγγελος της πρότεινε να βγούνε, και μετά της πρότεινε να ξαναβγούνε, και, μια βδομάδα, μετά, να ΄ρθει σπίτι του, δεν έφερε αντίρρηση. Κι ας ήξερε τι θα γινόταν σπίτι του. Γιατί μπορεί για τον Ευάγγελο της εποχής το μέλλον τους να ‘φτανε μέχρι να δεχθεί η Ευαγγελία να κοιμηθεί μαζί του, για την Ευαγγελία όμως το μέλλον τους τότε ακριβώς άρχιζε.

Το ζευγάρι δεν ταίριαζε καθόλου, κι αυτό, από την πρώτη στιγμή, το ‘χαν καταλάβει όλοι. Δηλαδή σχεδόν όλοι, εκτός απ’ τους ίδιους, έτσι όμως δεν γίνεται πάντα, αυτός που πρέπει πρώτος να ξέρει κάτι το μαθαίνει τελευταίος ή και ποτέ, όλοι άλλωστε έχουμε ακούσει για τον Ιούλιο Καίσαρα και για το πότε και με ποιο οδυνηρό τρόπο έμαθε τα σχέδια του άχρηστου του γιου του, κι από τότε τα πράγματα δεν φαίνεται να ‘χουν βελτιωθεί και πολύ. Ο Ευάγγελος, που στην αρχή, όπως είπαμε, είχε δει την Ευαγγελία ως μια ακόμη κατάκτηση, πλησίαζε τα σαράντα κι η Ευαγγελία δεν ήταν ούτε τριάντα, ήταν κι όμορφο κορίτσι, είχε και γαλλική μύτη, τι κι αν δεν μπορούσε να κρύψει. όσο κι αν προσπαθούσε, πως μόνο τον γάμο είχε στο μυαλό της, ε, τώρα ξέρετε, οι άντρες δεν κάθονται να τα ψάχνουν αυτά, όπως σε κάθε απλό κι ολιγαρκές είδος, στα πρώτα στάδια της εξελικτικής του πορείας, το σήμερα έχει μεγάλη σημασία, κι όσο πιο ωραίο το κορίτσι τόσο μεγαλύτερη, άλλωστε, ποιος ξέρει τι θα ξημερώσει το αύριο, κάρπε ντίεμ που ‘λεγε και ξανάλεγε κι ο Ρόμπιν Γουίλλιαμς στους μαθητές του, δεν έχει σημασία που τελικά κάποιος απ’ αυτούς δεν κατάλαβε τι μεγαλείο κρύβει η φράση κι αυτοκτόνησε, με αποτέλεσμα να χάσει κι ο ποιητής τη δουλειά του, οι ποιητές άλλωστε βγαίνουν πάντα χαμένοι κι ας είναι και μαζί καθηγητές, αφήστε που μερικοί το αποζητούν κι όλας.

Τώρα, βέβαια, κι επειδή κι η πιο όμορφη ιστορία κρύβει σκοτεινές πλευρές, ο Ευάγγελος, πρέπει να το πούμε, δεν γίνεται αλλιώς, είχε, με τα χρόνια, αναπτύξει ένα φόβο για την υγεία του. Είχε χάσει, βλέπετε, στενούς συγγενείς από διάφορες γνωστές αρρώστιες, που καλό είναι να μην αναφέρουμε εδώ, και το ‘χε ρίξει στα τσεκ απ. Φανατικός καπνιστής, έκοψε με το μαχαίρι το κάπνισμα όταν κάποιος γιατρός τον φόβισε ότι δεν θα ‘φτανε τα πενήντα. Και, την εποχή που γνώρισε την Ευαγγελία, η οποία έσφυζε από νιάτα, υγεία και ζωή, είχε δει, σε μια απ’ τις καθιερωμένες του εξετάσεις, κάτι που τον ανησύχησε. Δεν είναι ώρα τώρα ν’ αναλύουμε τα προβλήματα υγείας του καθενός, μπορεί οι ήρωές μας να 'ναι δικοί μας και το πληκτρολόγιο να ορίζει τη μοίρα τους, παρ’ όλ’ αυτά όμως πρέπει να σεβόμαστε τα προσωπικά τους δεδομένα, κι ειδικά τα ευαίσθητα, το λέει κι οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι η χώρα μας έχει, καιρό τώρα, συμμορφωθεί.

Φοβήθηκε λοιπόν ο Ευάγγελος για τη ζωή του, για πρώτη φορά ένιωσε το κρύο χέρι της μοναξιάς, της αρρώστιας και της ανημπόριας να τον αγγίζει, και, με την καθόλου ηρωική αυτή σκέψη να στοιχειώνει την ψυχή του, δεν ήθελε πολύ να προτείνει στην Ευαγγελία να παντρευτούν, πρόταση που, όπως είπαμε, η Ευαγγελία είχε αποφασίσει ότι έπρεπε να της γίνει απ’ τον Ευάγγελο κι είχε τόσο μοχθήσει γι αυτό και που, όπως τόσες και τόσες γυναίκες, κατάφερε να δείξει τη σωστή έκπληξη, μαζί και συγκίνηση, όταν, επιτέλους, αξιώθηκε να την ακούσει.

Παντρεύτηκαν λοιπόν, κι όλες οι καλές προθέσεις του κόσμου μαζεύτηκαν στην εκκλησία. Τι κρίμα όμως, οι περισσότερες απ’ αυτές έφυγαν, αν όχι μαζί με τους καλεσμένους, πάντως στα χρόνια που ακολούθησαν. Κι οι διαφορετικοί χαρακτήρες που ενώθηκαν εις σάρκα μίαν άρχισαν, σιγά σιγά, να διεκδικούν, ο καθένας, τον δικό του ζωτικό χώρο. Που, δυστυχώς, έτσι όμως συμβαίνει στη συμβίωση, συμπίπτει, αν όχι απόλυτα, πάντως κατά μεγάλο μέρος, με τον ζωτικό χώρο του άλλου, που, τώρα, πρέπει να περιοριστεί. Αλλιώς, εκείνος που διεκδικεί χάνει και τον δικό του χώρο, όλοι άλλωστε ξέρουμε τι πάθανε οι Γερμανοί δυο φορές που διεκδίκησαν τον ζωτικό χώρο των άλλων και δεν τα κατάφεραν.

Το ζευγάρι αγόρασε, με δάνειο, ένα διαμέρισμα, το επίπλωσε, και, όπως είπαμε, άρχισαν τα δύσκολα. Γιατί, η Ευαγγελία το ‘χε ξεκαθαρίσει, είχε κι αυτή την καριέρα της, τα πάντα θα γίνονταν μισά μισά, άλλωστε η ισότητα ήταν βασικό αίτημα της γαλλικής επανάστασης. Κι ο Ευάγγελος, απ’ το Καρτιέ Λατέν, τα αμφιθέατρα και την αριστερή όχθη του Σηκουάνα, βρέθηκε στο Νέο Ψυχικό και στη δεξιά όχθη της Κηφισίας, να νταντεύει την κορούλα του, που δεν άργησε να γεννηθεί, να κάνει δουλειές που ποτέ δεν είχε καν φανταστεί ότι υπήρχαν και να ψωνίζει στην οικολογική λαϊκή, α, ναι, η Ευαγγελία είχε πάθος με την υγιεινή διατροφή, υδρογονωμένα λιπαρά ποτέ δεν πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού και τη λέξη φαστ φουντ κανένας, με οποιαδήποτε πρόφαση, δεν τόλμησε να προφέρει μπροστά της.

Πέρασαν τα πρώτα χρόνια κι ο Ευάγγελος ένιωθε να πνίγεται όλο και περισσότερο. Κάθε του προσπάθεια να συζητήσει με την Ευαγγελία για θέματα που πραγματικά τον ενδιέφεραν, κι ας μην ήταν της επιστήμης του, συναντούσε, στην καλύτερη περίπτωση, ευγενική σιωπή, όσο για την χειρότερη περίπτωση ας μη κάνουμε λόγο χρονιάρα μέρα. Τι ν’ ακούσει τώρα η Ευαγγελία για την κατάσταση της αριστεράς στην Ελλάδα, άντε και στην Ευρώπη, αυτή μια ζωή κέντρο ψήφιζε, κι είδαμε και την εξέλιξη των τέως φίλων του Ευάγγελου, για την καρέκλα τα ‘καναν όλα, άσε που όλοι πια μένανε σε καλύτερο σπίτι απ’ το δικό τους, ή για την κατάντια του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, αυτής άλλωστε μόνο το θέατρο της άρεσε και μερικά καλά σίριαλ, α, και οι ταινίες της Φίνος Φιλμ, ή για το κίνημα των Ντανταϊστών και την έκθεση στη Μπομπούρ, μήπως είχαν λεφτά ν’ αγοράσουν κανένα καλό πίνακα για το σαλόνι, ή για τα κίνητρα των σοφών της Στοκχόλμης όταν αποφάσιζαν για τα τελευταία νόμπελ στη λογοτεχνία, είχε τώρα καιρό να διαβάσει ολόκληρο βιβλίο, και μάλιστα ξένο, αυτή πίστευε ότι με τα θέματα αυτά ασχολείται κανείς όσο είναι φοιτητής, άντε και λίγο μετά, όταν όμως κάποιος κάνει οικογένεια πρέπει να μη χάνει τον χρόνο του από δω κι από κει και να καταπιάνεται με όσα πραγματικά πρέπει να τον απασχολούν.

Κι αντίθετα, για να ‘μαστε δίκαιοι, όποτε η Ευαγγελία προσπάθησε να μιλήσει στον Ευάγγελο για την υγιεινή διατροφή, το γάλα σόγιας, τη χάθα γιόγκα, το ρέικι και τις βιταμίνες, καθώς και για άλλα θέματα που την ενδιέφεραν, όσο κι αν προσπαθούσε ο Ευάγγελος δεν μπορούσε να πνίξει το χασμουρητό, άντε ν' αντέξει το πολύ μισή ώρα, μετά κυριολεκτικά κατέρρεε.

Κάποια στιγμή ο Ευάγγελος γνώρισε τη Ντίνα. Φιλόλογος, φίλη καλή της Ευαγγελίας, μικρότερη σε ηλικία, μόλις είχε γυρίσει απ' το Λονδίνο, όπου σπούδασε μεσαιωνική ιστορία. Γυναίκα που, μετά από χρόνια, τράβηξε την προσοχή του. Γιατί μπορούσε να μιλά, με απόλυτα συγκροτημένο τρόπο, γι άγνωστα και συναρπαστικά θέματα, όπως τη σπουδαία τέχνη της σκοτεινής αυτής περιόδου, τη συντεχνιακή οργάνωση των επαγγελμάτων, την κοινωνική αλληλεγγύη, τη νομισματική σταθερότητα, την έλλειψη των συνόρων όπως τα ξέρουμε σήμερα. Η Ντίνα μιλούσε, η Ευαγγελία έπληττε κι ο Ευάγγελος ταξίδευε. Στο παρελθόν του, στα δικά του ενδιαφέροντα. Και, να το πούμε κι αυτό, στα λαμπερά μάτια και το κορμί της Ντίνας. Γιατί, η μεσαιωνική αυτή φιγούρα ήταν και νόστιμη. Ίσως όχι όσο χρειαζόταν για να την προσέξει ο Ευάγγελος της Γαλλίας, αλλ’ ακριβώς όσο χρειαζόταν για να την προσέξει ο Ευάγγελος της Ελλάδας. Και των δεκαπέντε χρόνων της κοινής ζωής με την Ευαγγελία.

Συνδέθηκαν. Το ύφος της Ντίνας άλλαξε, αδιόρατα πάντως, όσο πατάει η γάτα. Η Ευαγγελία όμως το κατάλαβε, και μάλιστα απ’ την πρώτη στιγμή. Γιατί, μπορεί να μην ήταν σε θέση να ξεχωρίσει σε τι διέφερε κάθε ρεύμα της ευρωπαϊκής αριστεράς από το άλλο, αλλά το πρόσωπο όσων γυναικών τύχαινε να κοιτούν τον άντρα της το είχε χαρτογραφήσει. Με τέτοια ανατριχιαστική ακρίβεια, που κι η παραμικρή μεταβολή γινόταν αντιληπτή. Και μάλιστα σε αληθινό χρόνο, έτσι ώστε να μπορεί να κάνει άμεση διασταύρωση με το ύφος του Ευάγγελου. Που, βέβαια, ως γνήσιος άντρας, ήταν, και σ’ αυτό τον τομέα, ερασιτέχνης. Χωρίς καμία τύχη, ο έρμος, απέναντι σε γνήσιο επαγγελματία. Και μάλιστα απ’ τους καλύτερους.

Καιρό πριν παντρευτούν, η Ευαγγελία είχε δηλώσει στον Ευάγγελο πως πολλά μπορούσε ν’ ανεχθεί σε μια σχέση, όχι όμως την προδοσία. Κι ο Ευάγγελος το 'χε ακούσει χωρίς να αντιδράσει, τι να πει κανείς άλλωστε σε τέτοια δήλωση, αφήστε που, όπως είπαμε και πριν, το μέλλον του τότε σταματούσε πριν καν αρχίσει. Κι έτσι τώρα η Ευαγγελία, συνεπής στις αρχές της, του ζήτησε, ψυχρά κι αποφασιστικά, να φύγει απ’ το σπίτι. Αμέσως. Να ξεχάσει την κόρη του μέχρις ότου η επικοινωνία μαζί της ρυθμιστεί νομικά, τέτοιος ανήθικος άντρας δεν ήταν άξιος να λέγεται πατέρας. Κι αμέσως να μπει μπροστά το διαζύγιο. Γιατί, όπως χαρακτηριστικά είπε, πολλές φορές πάει το κανάτι στη βρύση, μια φορά όμως σπάει. Και τώρα το κανάτι έσπασε, και μάλιστα στην αγκαλιά της Ντίνας.

Ο Ευάγγελος δεν έφερε αντίρρηση. Πήρε λίγα πράγματα και μετακόμισε στο σπίτι ενός φίλου, που εκείνο τον καιρό έλειπε στο εξωτερικό. Έμεινε εκεί ένα μήνα. Και κατάλαβε δυο πράγματα. Πρώτον, πόσο πολύ αγαπούσε την κόρη του. Η απουσία της οποίας τον τρέλαινε. Δεύτερον, πόσο περίπλοκο μπορεί να είναι ένα διαζύγιο. Ειδικά όταν το ζευγάρι έχει αποκτήσει τα πάντα και στα δυο ονόματα. Με κοινά δάνεια, μερικά από τα οποία θα έληγαν άπειρα χρόνια μετά.

Το δεύτερο αυτό το κατάλαβε κι η Ευαγγελία, είπαμε είχε και μπαμπά δικηγόρο, έκατσαν κάτω, έκαναν τους λογαριασμούς κι άκρη δεν έβγαλαν. Το πρώτο ούτε που πέρασε απ’ το μυαλό της, και λογικό φαίνεται, αφού το παιδί έμενε μαζί της. Κατάλαβε όμως ένα τρίτο, που την βύθισε σε απόγνωση. Ότι, στα σαράντα πέντε της χρόνια, η εξεύρεση άλλου συντρόφου, αν ήταν για πάνω από λίγες νύχτες, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Κι ότι, όσες υποχωρήσεις κι αν έκανε, ακόμη κι αν έβαζε όχι μόνο νερό στο κρασί της, αλλά και κρέας στη διατροφή της, άντρας της προκοπής για μόνιμη σχέση δύσκολα θα ξαναεμφανιζόταν στον ορίζοντα.

Το ζευγάρι ξανάσμιξε. Και ξαναχώρισε. Και ξανάσμιξε. Όλα προσωρινά φαίνονταν, κι ας έλεγαν κάθε φορά ότι ήταν για πάντα. Κι ας πίεζε κι η Ντίνα, η οποία λαχταρούσε τον Ευάγγελο. Γιατί κι αυτή, μπορεί να ‘ξερε απέξω κάθε λεπτομέρεια του γοτθικού ρυθμού και πόσα τόξα είχε ο καθεδρικός της Σιένας, το πόσο πολύ όμως ένας άντρας μπορεί ν’ αγαπάει το παιδί του δεν το ‘χε μάθει, φαίνεται ότι τα βάρβαρα εκείνα χρόνια οι πατεράδες είχαν σοβαρότερα θέματα ν’ ασχοληθούν από την επιμέλεια των παιδιών τους, όταν η γυναίκα τους τύχαινε να τους διώχνει απ’ το σπίτι.

Κι έτσι φτάσαμε στη φετινή Πρωτοχρονιά, ο Ευάγγελος είχε φύγει, για τρίτη ή τέταρτη φορά, απ΄ το σπίτι. κι αυτή, τώρα, θα ‘ταν η τελευταία, ήταν σίγουρος. Κάποιοι φίλοι τον κάλεσαν σε ταξίδι, κι έτσι βρέθηκε, με την Ντίνα, σ’ ένα όμορφο δωμάτιο, στη λίμνη Πλαστήρα. Μαγευτικό περιβάλλον, όμορφη φύση, καλή παρέα, άφθονο φαγητό, ερωτική ατμόσφαιρα, διαλεγμένα βιβλία, όλ’ αυτά τον κράτησαν εκεί μέχρι το πρωί της παραμονής. Όπου, ξαφνικά, λίγο μετά το πρωινό κι ενώ οι άλλοι σχεδίαζαν τη βραδιά, έσπασε. Ψέλλισε δυο συγγνώμες, ευχήθηκε καλή χρονιά, άφησε τη φίλη του σε κατάσταση σοκ, μπήκε στ’ αμάξι του κι έβαλε μπρος τον αυτόματο πιλότο. Που ήταν προγραμματισμένος μόνο για μια διαδρομή, την πίσω μεριά του σπιτιού του, εκεί που έβλεπε το δωμάτιο της μικρής.

Η ώρα ήταν δώδεκα παρά πέντε, το μήνυμα δεν στάλθηκε ποτέ, ο Ευάγγελος κατάλαβε πως το κινητό που η μικρή είχε για να μην ανησυχεί η μαμά της όταν ήταν σχολείο ή θα ‘ταν κλειστό ή, κι αν ήταν ακόμη ήταν ανοικτό, θα ΄ταν κοντά στην Ευαγγελία. Και, βέβαια, θα την πλήρωνε το παιδί, που, τώρα, ανυποψίαστο, έβλεπε με τη μαμά του τηλεόραση, περιμένοντας τον καινούργιο χρόνο.

Ο Ευάγγελος ετοιμάστηκε να φύγει. Με μια πέτρα στην καρδιά κι αφόρητη πίκρα στο στόμα. Γύρισε το κλειδί, έβαλε πρώτη, ξεκίνησε, κι έτσι, σαν από καθήκον, έριξε στο σπίτι μια τελευταία απελπισμένη ματιά. Και τότε την είδε. Κι όχι πίσω απ’ την κουρτίνα, η κόρη του είχε βγει στο μπαλκόνι και κοιτούσε το φεγγάρι. Χαμογελαστή, σαν κάτι να περίμενε. Και το κορμάκι της είχε μια λάμψη, λες κι ήταν έτοιμη, όπως το κοριτσάκι στον εξωγήινο, ν’ αρχίσει να πετάει.

Λένε πως το μπιγκ μπανγκ, η μεγάλη έκρηξη, έγινε μια μόνο φορά, πριν από άπειρα χρόνια, και πως από κει ξεκίνησαν τα πάντα. Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Γιατί ξανάγινε. Στην ψυχή του Ευάγγελου. Που ένιωσε την ύπαρξή του να συμπυκνώνεται, για μια στιγμή, σ’ ένα και μόνο μόριο. Κι αμέσως μετά να διαστέλλεται και να καταλαμβάνει όλο τον χώρο. Μαζί με μιαν αίσθηση πληρότητας και ηδονής, που όμοιά της ποτέ δεν είχε νιώσει. Κοίταζε και, μαζί με την κορούλα του, έβλεπε χιλιάδες μικρά αγγελάκια να τον κοιτούν τρυφερά. Όσο τουλάχιστον μπορούσε να διακρίνει, γιατί τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Κι ήταν ακριβώς μεσάνυχτα, ο παλιός ο χρόνος έφευγε κι ερχόταν ο νέος, η μόνη στιγμή, όπως λένε κάποιες ιστορίες, που, μια φορά στα τόσα, ανοίγουν οι ουρανοί κι ακόμη κι η πιο τρελή ευχή μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
.