
Δημήτρης και Δήμητρα
Η ώρα ήταν περασμένες δέκα, στο τραπέζι είχαν μαζευτεί πια τα πιάτα, τ’ άπλυτα ξεχείλιζαν στην κουζίνα, τόσο που φάγανε, τέσσερις καλεσμένοι και κάνανε για δέκα, και μετά λένε πως οι Αμερικάνοι δεν τρώνε πολύ για βράδυ, παραμύθια της Χαλιμάς, όχι μόνο έφαγαν τα πάντα, αλλά δεν έλεγαν και να φύγουν. Και γιατί να 'φευγαν; Το φαγητό ήταν υπέροχο, το κρασί άφθονο κι εξαιρετικό, στο στερεοφωνικό έπαιζε όμορφη μουσική, κι απ’ το παράθυρο έμπαινε απρόσκλητη η μυρωδιά της γλυκιάς φθινοπωρινής νύχτας.
Και, βέβαια, ήταν κι η Δήμητρα. Τι απλή κι ωραία γυναίκα, ντυμένη κομψά και προκλητικά μαζί, τώρα κάποιος αντικειμενικός παρατηρητής, παρατηρήτρια ιδίως, θα ‘λεγε κακόγουστα και προκλητικά, δεν πειράζει όμως, όλα, σε τελική ανάλυση, είναι θέμα γούστου κι εδώ ο καθένας έχει τις προτιμήσεις του, με κόκκινα μάγουλα απ’ το ποτό, χαρά κι αγαλλίαση να την κοιτάς, κι όσο από πιο κοντά τόσο καλύτερα, κι ας είναι η ματιά αδιάκριτη, έστω και ξεδιάντροπη, α, αυτό είναι γενναιόδωρο κορίτσι, δεν κρατάει τα θέλγητρά της μόνο για τον εαυτό της και τον σύζυγο, όχι σα τις δικές τους, τις ξινές κι ανυπόφορες, που για να τις ακουμπήσεις πρέπει πρώτα να ξεφυλλίσεις το γαμήλιο συμβόλαιο και να συμβουλευτείς και τον δικηγόρο σου, αλλιώς ούτε συ δεν ξέρεις σε τι δίκες μπορείς να μπλέξεις και πόσο να σου κοστίσει ένα χάδι, κι αυτό μισό, ευτυχώς που δεν είχαν έρθει μαζί τους, βλέπετε, τόσο επαγγελματίες πια, ούτε σ΄ ένα ολιγοήμερο ταξίδι δεν ευκαιρούσαν να τους συνοδέψουν, δεν πειράζει όμως, άλλο που δεν ήθελαν κι αυτοί, από ευγένεια το ‘χαν προτείνει κι έτρεμαν μην ακούσουν ναι.
Αλλά, ας γυρίσουμε στη Δήμητρα, με τι χάρη κρατάει το ποτήρι της, ίσως βέβαια να ‘χει πιει λίγο παραπάνω αλλά δεν πειράζει, ποτέ άλλωστε δεν πειράζει όταν πίνουν οι γυναίκες των άλλων, η δική μας μόνο να προσέχει, και πώς παίζει με τον πρύτανη του φημισμένου αυτού αμερικάνικου πανεπιστημίου, σα ποντίκι στα δόντια της τον κρατά η ελληνίδα αυτή γάτα, άνθρωπο τόσο σεβαστό κι ισχυρό στην πατρίδα του, και, μπράβο της, με τα ελάχιστα αγγλικά της, κι αυτά με λάθος προφορά, να μη το βάζει κάτω, και να 'χει άποψη για τα πάντα, την παγκοσμιοποίηση, το μεσανατολικό, την αθανασία της ψυχής, τα μεταλλαγμένα, τα διαστημικά ταξίδια, τι κι αν δεν λέει σοφίες, το θάρρος κι η προσπάθεια μετράνε, σε τέτοιες στιγμές δεν περιμένουμε βέβαια ν’ ακούσουμε τον Βιττγκενστάιν με τον Πόππερ ν’ αγορεύουν στο Κέμπριτζ, αφήστε που κι αυτοί, αν ήταν υποχρεωμένοι να μιλήσουν ελληνικά, είναι αμφίβολο αν θα βγάζαμε νόημα, εδώ καλά καλά δεν βγάλαμε ούτε κι όταν ο διάλογος έγινε στ’ αγγλικά, κι αν δεν με πιστεύετε διαβάστε το βιβλίο και τα λέμε μετά.
Αυτά σκέφτεται ο πρύτανης, όσο όμως κι αν προσπαθεί δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της, κι ιδίως απ’ το πλούσιο ντεκολτέ της, θαρρείς ότι σε λίγο θα μπει ολόκληρος μέσα στο στήθος της, κι αν βρεθεί σε τέτοιο μαγευτικό περιβάλλον ποιος ξέρει και τι άλλες ιδέες θα του περάσουν απ’ το μυαλό, και θα ‘ναι τότε δικαιολογημένος, όλοι οι άντρες θα δείξουμε κατανόηση, γι αυτό είναι να μη γίνει η αρχή, και πόσο εκείνη δείχνει να το απολαμβάνει, να ‘ναι άραγε τυχαίο που η φιλοξενία σ’ αυτά τα εδάφη αναπτύχθηκε, τώρα καταλαβαίνει γιατί τόσοι και τόσοι δεν ξεκόλλαγαν απ' την Πηνελόπη, κι εκείνη η κολόνια κράτησε είκοσι χρόνια.
Από δίπλα ο Δημήτρης, επίσημος οικοδεσπότης, τραγικός ήρωας στον άχαρο ρόλο του, ανάμεσα σε μπουκάλια που πρέπει ν’ ανοίγει, ποτήρια που έχει αναλάβει να γεμίζει, ερωτήσεις που του ζητούν ν’ απαντήσει και κλεφτές ματιές όλο νόημα που οι συνάδελφοί του νομίζει πως ρίχνουν πάνω του από καιρό σε καιρό, είναι έτοιμος να σκάσει, συνεχώς σκέφτεται τη γυναίκα του, γιατί να πίνει, αφού ξέρει πως δεν αντέχει το κρασί, δυο τρία ποτηράκια της φτάνουν για να χάσει κάθε έλεγχο, τόσες φορές της το ‘χει πει, άλλες τόσες έχουν γίνει ρεζίλι, κι αυτή επιμένει, και βρήκε σήμερα τη μέρα, μπροστά στον καθηγητή που τον είχε αναλάβει όταν πρωτοπήγε στο εξωτερικό, τι ντροπή Θεέ μου, τώρα μπορεί να γελούν και να χαίρονται, ήξερε όμως αυτός τι θάψιμο είχε να πέσει όταν το αλκοόλ θα 'χει φύγει, κι η Δήμητρα θα 'χει ξεθωριάσει, έχουν κι οι πανεπιστημιακοί τα κουσούρια τους, κι ας είναι κι Αμερικάνοι, με τι μούτρα θα τους ξαναδεί, κι είναι κι εκείνο το συνέδριο τον άλλο μήνα στη Γερμανία, πολύ νωρίς για να 'χουν ξεχάσει.
Σηκώνεται, ανοίγει κι άλλο το παράθυρο να φύγουν οι καπνοί, πάει στην κρεβατοκάμαρα των παιδιών, μένει να τα κοιτάζει που κοιμούνται σαν αγγελούδια, δακρύζει, σκέφτεται την ιστορία που είχε με τη Δέσποινα, πάλι καλά που τέλειωσε χωρίς η γυναίκα του να μάθει τίποτε, αυτό μας έλειπε τώρα. Γυρνάει πίσω, οι εκλεκτοί του καλεσμένοι τον περιμένουν ανυπόμονοι, το είπαμε, δεν καλείς κοτζάμ πρύτανη του διάσημου αμερικάνικου πανεπιστημίου και τρεις καθηγητές σπίτι σου για να τους παρατήσεις μόνους τους, όσο κι αν, από ώρα, το μόνο πρόσωπο που αυτοί βλέπουν είναι η Δήμητρα.
Πώς προέκυψε η συγκέντρωση αυτή; Μα, ξέρετε, όταν έχεις σπουδάσει στο εξωτερικό, έχεις γίνει διδάκτορας ξακουστού πανεπιστημίου, έχεις μάλιστα αξιωθεί να διδάξεις σ’ αυτό, έχεις γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους, έχεις κληθεί σε συνέδρια, έχεις γυρίσει τον κόσμο με έξοδα άλλων, έχεις δει κείμενά σου δημοσιευμένα σε ξένα περιοδικά, έχεις φιλοδοξίες, ε, αν τα φέρει η ζωή και γυρίσεις στην πατρίδα σου, ενταχθείς στην πανεπιστημιακή κοινότητα και θελήσεις να κρατήσεις τις διεθνείς σου επαφές, έχεις κι υποχρεώσεις. Κι ο Δημήτρης δεν θα μπορούσε να ‘ναι εξαίρεση. Γεννημένος το 1952, απόφοιτος του Φυσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου κι άριστος φοιτητής, δεν δυσκολεύτηκε να βρει υποτροφία για την Αμερική, ακόμη δεν είχαν αρχίσει τα πανεπιστήμιά της να κατακλύζονται από Ινδούς, Κινέζους και διάφορους άλλους απίθανους, υπήρχε χώρος για τους Ευρωπαίους, έστω και Βαλκάνιους.
Έμεινε εκεί δέκα χρόνια, πήρε το διδακτορικό του, έκανε κι άλλες σπουδές, κι ακόμη άλλες, όλα πια ήθελε να τα μάθει, δίδαξε στο πανεπιστήμιο, όπως έλεγε το σόι του, πρόκοψε. Και ξαφνικά, εκεί που όλοι τον είχαν ξεγράψει για τον τόπο μας, μερικοί μάλιστα περίμεναν να τον δουν να παίρνει και το Νόμπελ, ή, τέλος πάντων, κάποιο σοβαρό βραβείο, γύρισε πίσω. Για λόγους που δεν μάθαμε ποτέ. Κι ούτε θα μάθουμε. Όσο γι αυτά που κατά καιρούς ακούγονται, για έναν άτυχο έρωτα με μια μεγαλύτερη γυναίκα, η οποία, με τη σειρά της, είχε αναλάβει να τον μυήσει στον κόσμο των αληθινών ηδονών, τον τόσο οικείο σε μας, α, γι αυτό είμαι σίγουρος, άγνωστο όμως στον Δημήτρη της εποχής, που, μέχρι τότε, εξερευνούσε μόνο τον κόσμο των ηλεκτρονίων, ποτέ δεν έγινε δυνατόν να επαληθευθούν, και καλύτερα, τέτοια θέματα πρέπει να μένουν, για πάντα, τυλιγμένα σε πέπλο μυστηρίου, που γίνεται ακόμη πιο πυκνό όταν οι ιστορίες αυτές υποτίθεται πως έγιναν σε μακρινές χώρες, μ' ανθρώπους που ούτε το σχήμα τους δεν μπορούμε να φανταστούμε.
Γύρισε λοιπόν ο Δημήτρης στην πατρίδα, και, αναπόφευκτο ακούγεται, γνώρισε, από κοντά, την ελληνική πραγματικότητα, την ελληνική διοίκηση, το ελληνικό πανεπιστήμιο. Κι από πιο κοντά, όσο πιο κοντά γίνεται, τη Δήμητρα, δεκαπέντε χρόνια νεότερή του, που μόλις είχε διορισθεί καθηγήτρια γυμνασίου. Για να μεταδώσει στα παιδιά τις γνώσεις που ποτέ δεν απέκτησε. Αφού, όσο σπούδαζε, άλλα ήταν τα ενδιαφέροντά της, νέο κι όμορφο κορίτσι, πώς να της το καταλογίσουμε, άλλωστε, το ‘χουμε ξαναπεί, ένα πτυχίο δίνουν τα ελληνικά πανεπιστήμια, γι αυτό τον σκοπό έχουν ιδρυθεί και γι αυτό δεν ακουμπάμε το άρθρο 16, ούτε τα πυρηνικά απόβλητα δεν αντιμετωπίζονται με τόση δυσπιστία, κι όποιος θέλει να μάθει και κάτι σχετικό με την επιστήμη του ας κοπιάσει μόνος του, δεν είναι δυνατόν να το φροντίζουμε κι αυτό, τόσα προβλήματα έχει το έθνος, το 'πε κι ο αδικοχαμένος ο Τζων Κένεντυ, ας μην ρωτάμε τι μπορεί να κάνει η πατρίδα για μας αλλ’ εμείς για την πατρίδα, μπορεί και γι αυτό να τον έφαγαν.
Κι έτσι η Δήμητρα πήγαινε κάποιες ώρες στο σχολείο, όχι πολλές, μη φοβάστε, δίδασκε τη διδακτέα ύλη όπως την έπαιρνε απ' το υπουργείο, δεν έκανε δεύτερη σκέψη, μάλλον δεν έκανε ούτε καν πρώτη, κάπου είχε διαβάσει κι ότι η πολλή σκέψη φέρνει ρυτίδες, άρα κι η λίγη κακό κάνει, έτσι δεν λένε και για το τσιγάρο; Μερικά ιδιαίτερα τ' απογεύματα συμπλήρωναν το εισόδημα, α, όλα κι όλα, η Δήμητρα, κόρη ιδιωτικού υπαλλήλου και νοικοκυράς, ήθελε, πάνω απ’ όλα, να ‘ναι ανεξάρτητη, κι αυτό δεν μπορούμε να της το καταλογίσουμε.
Με τον Δημήτρη συναντήθηκαν στο σπίτι ενός φίλου, συμμαθητή του απ' το Γυμνάσιο. Ο Δημήτρης μόλις είχε γυρίσει απ' την Αμερική, είχε διορισθεί αναπληρωτής στο πανεπιστήμιο, έγλυφε τις πληγές του, προσπαθούσε να ξεχάσει τον άτυχο έρωτά του, αν βέβαια δεχθούμε ότι αυτός υπήρξε, και, περισσότερο, να ξαναενταχθεί σε μιαν Ελλάδα που έβρισκε αγνώριστη. Γιατί αυτή η χώρα έτσι είναι, αν την αφήσεις για καιρό ξεμαθαίνεις, ειδικά αν φύγεις για τον πολιτισμένο κόσμο, και μετά πρέπει ν’ αρχίσεις απ' την αρχή, κι αυτό, συνήθως, δεν προκαλεί χαρά, αλλά μεγάλη ενόχληση κι αμηχανία.
Κι εκεί που ο Δημήτρης καθόταν μόνος του στη γιορτή εκείνο το βράδυ, ντυμένος με τ' απλά του ρούχα και τ' αμερικάνικό του ύφος, κι αναρωτιόταν αν έκανε καλά που γύρισε, πρόσεξε το νέο αυτό κορίτσι που γελούσε, έπινε, κάπνιζε, και φορούσε μια φούστα που όμοια δεν θυμόταν να ‘χει δει ποτέ, τόσο έπρεπε να κάνει κανείς προσπάθεια να την ξεχωρίσει, όχι πως κι η μπλούζα της πήγαινε πίσω, πάλευε με το στήθος που έπρεπε να καλύψει κι είχε χάσει τον αγώνα, κι ευτυχώς. Και, γύρω της, σμήνη τ’ αρσενικά, έτοιμα λες να σκοτωθούν για να την αποκτήσουν, κάποιες φορές σκέφτεσαι ότι ‘ναι πολύ φρέσκος ο πολιτισμός και πολύ βαθιά τα ένστικτα που προσπαθεί να δαμάσει.
Τον μάγεψε, τόσο εξωτική του φάνηκε, αχ, πόσο ειρωνικό ακούγεται, συμβαίνει όμως κάποτε στους άλλους να μας έλκουν τα στοιχεία που αργότερα μας απωθούν, σε τι άλλαξε η φουκαριάρα η Δήμητρα απ' τη Δήμητρα που ξεκίνησε την ιστορία μας, ίδια παρέμεινε, η ματιά του Δημήτρη είναι που άλλαξε, αλλ' αυτό είναι δικό του πρόβλημα, μόνο που το κατάλαβε αργά. Πλησίασε, κατάφερε ν’ ανοίξει δρόμο, να της μιλήσει, ήταν γι αυτή το διαφορετικό που έψαχνε, παράτησε τον σωρό, του χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελο που ‘χε δει, πέρασαν την υπόλοιπη βραδιά μιλώντας, έφυγαν μαζί.
Σε λίγους μήνες η Δήμητρα έμεινε έγκυος. Λογικό ακούγεται, περίσσευε το πάθος, το ζευγάρι ήταν τρελά ερωτευμένο και, τόσα χρόνια στην Αμερική, ο Δημήτρης είχε ξεχάσει πόσο γόνιμα είναι στην πατρίδα τα κορίτσια, ειδικά όταν όχι μόνο ποθούν κάποιον, αλλά και θέλουν να τον παντρευτούν, τρελαίνονται τότε τα ωάρια, μπερδεύονται κι οι ημερομηνίες, η έλξη δεν συμβαδίζει με προγραμματισμό, κάτι μαγικό γίνεται, ξέρει η φύση, ας μην ανακατευόμαστε στα σχέδιά της.
Παντρεύτηκαν. Σε λίγο έκαναν το κοριτσάκι. Και, μετά από τρία χρόνια, και τ’ άλλο κοριτσάκι. Η οικογένεια μεγάλωσε, ο έρωτας όμως είχε αρχίσει να μικραίνει, να φυλλορροεί, να χάνεται. Κι ήταν πραγματικά κρίμα, γιατί, για κάποιο περίεργο λόγο, ίσως επειδή ήταν άνθρωποι τόσο αντίθετοι, το ζευγάρι ταίριαζε, συμπλήρωνε ο ένας τον άλλον, ακουμπούσε στις αρετές του,ξαπόσταινε, αγαπιόταν. Ειδικά ο Δημήτρης, κι αν δεν έκανε προσπάθειες να κρατήσει τη δάδα του έρωτα αναμμένη. Γιατί η Δήμητρα, όπως είπαμε, του άρεσε. Την ποθούσε, την ήθελε, τη διεκδικούσε. Δεν έβρισκε, βέβαια, και πολλά πράγματα να συζητήσει μαζί της, αλλ' ένιωθε να τη χρειάζεται, κι όχι μόνο σεξουαλικά. Μιας όμως που το αναφέραμε, πρέπει να πούμε, κι ας μην έχουμε, δυστυχώς, προσωπική αντίληψη, ότι, στον τομέα αυτό, όχι και τόσο δευτερεύοντα για πολλούς από μας, και πάντως όχι για τον Δημήτρη, η Δήμητρα ήταν εξαιρετική. Από κάθε άποψη. Και, για κάμποσο χρόνο, το πέτυχε.
Το δεύτερο όμως παιδί ήταν πολύ μεγάλη μπουκιά. Και, μαζί μ’ αυτό, το πακέτο της έγγαμης ζωής άρχισε να βαραίνει εξαιρετικά. Όπως, συνήθως, συμβαίνει όταν τα μικρά, αδιόρατα, γλυκά και χαριτωμένα σπαγκάκια, με τα οποία η ζωή δένει δυο ανθρώπους, σιγά σιγά και για τους δικούς τους λόγους μεταμορφώνονται σ' αλυσίδες. Χωρίς απαραίτητα να φταίει κάποιος. Ή ακριβώς επειδή φταίει, άντε τώρα να βγάλεις άκρη σε τέτοια θέματα, εδώ τόσοι και τόσοι συγγραφείς δεν το μπόρεσαν, ποιοι είμαστε 'μείς.
Το ζευγάρι στέγασε την ευτυχία του στο διαμέρισμα που 'χαν αγοράσει για τη Δήμητρα οι δικοί της. Διαμέρισμα με πέντε ολόκληρα δωμάτια και δύο μπάνια, όπως είχε πει με καμάρι στον Δημήτρη ο πεθερός του, τη μέρα του γάμου, πόσοι γονείς μπορούν πια να προικίζουν έτσι τα παιδιά τους, αν ήξερε μόνο τι θυσίες είχαν κάνει όλ’ αυτά τα χρόνια. Δωμάτια που όμως, με τον καιρό, αποδείχθηκαν λίγα. Γιατί, στο ένα κοιμόταν το ζεύγος, το άλλο το πήραν τα παιδιά, κι ευτυχώς που ήταν και τα δυο κορίτσια, στο τρίτο στρίμωξαν τη Γεωργιανή που τα κρατούσε, το τέταρτο έγινε σαλόνι και τραπεζαρία μαζί και το πέμπτο, το μικρότερο, το παρακατιανό, ο ημιυπαίθριος που ‘χε κλείσει παράνομα, ποιος τα ψάχνει όμως αυτά, εδώ είναι Βαλκάνια, το είπαμε και πριν, κι όχι εκφυλισμένη Δύση ν' ασχολείται με νόμους και κανόνες, γραφείο του Δημήτρη. Γραφείο δίπλα στο σαλόνι, σχεδόν προέκτασή του. Και δίπλα στην τηλεόραση, κρατείστε αυτή τη λεπτομέρεια.
Γιατί, η Δήμητρα, που 'χε κι αυτή τελειώσει πανεπιστήμιο, συνεχώς πια το ‘λεγε, μπας και δεν το 'χαμε πάρει χαμπάρι, δεν είχε δικό της γραφείο, αν και τόσο το χρειαζόταν. Εγκατέστησε λοιπόν το αρχηγείο της στο σαλόνι, έκανε κατάληψη στο μεγάλο τραπέζι, κρίμα τα λεφτά που τους είχε κοστίσει, σε λίγο το γέμισε γρατζουνιές κι αυτές στο μαόνι δεν κρύβονται με τίποτε, το κάλυψε με βιβλία, γραπτά μαθητών, περιοδικά ποικίλης ύλης, προγράμματα τηλεόρασης, κούπες με καφέ και γεμάτα τασάκια. Και, φυσικά, γύρισε και την τηλεόραση, να βλέπει όταν δουλεύει, τη βοηθούσε, λέει, να σκέφτεται, δεν έκανε απλή γραφική δουλειά, μπορούσε ν' αποδίδει καλύτερα όταν απασχολούσε τα μάτια της με κάτι άλλο, έτσι το μυαλό έμενε ανενόχλητο.
Και σ’ αυτό η Δήμητρα παρέμεινε συνεπής, όλη μέρα έβλεπε. Τα πρωινάδικα. Τα μεσημεριανάδικα. Τ’ απογευματινάδικα. Τα βραδυνιάδικα. Τα σίριαλ. Τις ειδήσεις. Τα ριάλιτι. Τα πάντα, ακόμη και Φελίνι, Μπέργκμαν, Βισκόντι, Χίτσκοκ και, κρατηθείτε, Φασμπίντερ, κατάφερε, μιαν εποχή που δεν την έπαιρνε ο ύπνος, να δει, αν και, όπως έλεγε και βέβαια δεν έχουμε λόγο να μην την πιστέψουμε, οι τύποι αυτοί την ψυχοπλάκωναν, ευτυχώς που σχεδόν όλοι είχαν πεθάνει κι όσοι είχαν ξεμείνει ήταν έτοιμοι για αναχώρηση, κι ακόμη πιο ευτυχώς που οι υπεύθυνοι των καναλιών προβάλλουν τα έργα τους μετά τα μεσάνυχτα, είναι σοβαροί άνθρωποι αυτοί, καταλαβαίνουν πως ο κόσμος έχει προβλήματα, κι η τηλεόραση πρέπει, πάνω απ’ όλα, να ψυχαγωγεί, όχι να σ' οδηγεί στην αυτοκτονία. Και, βέβαια, στις διαφημίσεις η Δήμητρα τηλεφωνούσε. Ακατάπαυστα.
Λίγο πιο κάτω έμεναν τα πεθερικά. Που κάθε τόσο χτυπούσαν το κουδούνι, σιγά μη τηλεφωνήσουν από πριν, αυτά τα ξενόφερτα δεν τα ξέρανε στην οικογένεια, κι έμπαιναν σπίτι κουβαλώντας ταπεράκια με φαγητά, μαγείρισσα σαν την πεθερά δεν είχε περάσει απ΄ τον κόσμο κι η τελευταία που τόλμησε να ρωτήσει την κατσαρόλα της αν είναι καλύτερη εξατμίστηκε. Και, μαζί, ντενεκέδες με λάδι, πορτοκάλια και καρπούζια απ’ το χωριό, χόρτα και κουνουπίδια, ξύλα για το τζάκι, γλάστρες και χώμα για τη βεράντα, γενικά ό,τι βαρύ κι ασήκωτο, κι όλ’ αυτά βέβαια έπρεπε ο Δημήτρης να πεταχτεί να τα φέρει από κάτω, ήταν στο πορτ μπαγκάζ κι ο πεθερός είχε γεράσει, κι έπρεπε να το κάνει τώρα, ακριβώς τη στιγμή αυτή, μετά ας συνέχιζε με τα δικά του, σάμπως και καταλάβαινε κανείς τι διάβαζε;
Και, αν είναι δυνατόν, τέτοιους κουβαλητές δεν τους πετάς έξω μ' ένα ευρώ κι ένα ευχαριστώ, αυτά ισχύουν για τα παιδιά της πιτσαρίας, και σωστά γιατί η πίτσα δεν πρέπει να κρυώσει, έκλεινε λοιπόν η πόρτα κι οι γονείς ήταν απ’ τη λάθος μεριά, έπαιζαν με τα εγγονάκια, και, φυσικά, ξέμεναν και λίγο το βράδυ, ε, να πούνε κι αυτοί καμιά κουβέντα, όλη μέρα μέσα, τι ζωή κι αυτή. Κι αν είχε και τίποτε καλό στην τηλεόραση, να το δούνε κι αυτό. Κι ας είχε δουλειά ο Δημήτρης. Που, βέβαια, δεν μπορούσε ούτε μισή σελίδα να διαβάσει. Αφού, είπαμε, το γραφείο του ήταν σε λάθος θέση. Κι αυτός, όλο και περισσότερο το καταλάβαινε, σε λάθος τόπο. Και με λάθος ανθρώπους. Τελικά, κατέληξε, ήταν κι ο ίδιος λάθος. Το λάθος.
Ο Δημήτρης πήρε την κατηφόρα. ‘Άρχισε να παραμελεί τη δουλειά του, αργούσε να γυρίσει σπίτι, καθόταν στο πανεπιστήμιο όλη μέρα και χάζευε, έβλεπε και τα χάλια εκεί και μαράζωνε, δεν ήθελε πια να κάνει τίποτε, ποιος, ο άνθρωπος που στην Αμερική δεν άφηνε δευτερόλεπτο να πηγαίνει χαμένο, είχε όμως πια καταλάβει το νόημα, η Ελλάδα είναι όχημα γεμάτο λαθρεπιβάτες, το σημαντικό είναι να καταφέρεις, με κάθε τρόπο, να μπεις κι ας μην έχεις μία, θα ταξιδέψεις ήσυχος μέχρι το τέρμα, αρκεί, στη σπάνια περίπτωση που μπει ο ελεγκτής, να καμώνεσαι πως έχεις πληρώσει, κανείς δεν θα το ψάξει περισσότερο, ό,τι δηλώσεις είσαι, δεν λέχτηκε τυχαία αυτό, κι ας άφησες έξω άλλους που ‘χουν πληρώσει δέκα φορές το εισιτήριο, έτσι είναι η ζωή, δεν χαμογελάει σ’ όλους, δεν πειράζει όμως, αρκεί να χαμογελάει σε μας. Κι ας μην το αξίζουμε, αυτά είναι λεπτομέρειες.
Δεν άργησε να συμβεί το αναπόφευκτο. Ο Δημήτρης γνώρισε τη Δέσποινα, συνάδελφο από άλλο τμήμα. Ελάχιστα μικρότερη, παντρεμένη αιώνες, τέως όμορφη, για το τέως βέβαια η ίδια είχε αντίρρηση αλλ’ η κοινή γνώμη είναι που μετράει, δυστυχώς, κι η γνώμη αυτή, όσο μεγαλύτερη είν' η ομορφιά που χάνεται, τόσο πιο χαιρέκακη γίνεται, ματαιωμένη ύπαρξη λοιπόν η Δέσποινα, στις τελευταίες αναλαμπές πριν βασιλέψει για πάντα, κι όλοι ξέρουμε πόσο αποφασισμένη γίνεται μια γυναίκα όταν, κάποτε, φτάνει στο σημείο αυτό. Συνδέθηκαν. Ερωτεύτηκε λοιπόν η Δέσποινα τον Δημήτρη, και πολύ, έτσι τουλάχιστον έλεγε, και ποιοι είμαστε εμείς να διαψεύσουμε την ερωτευμένη καρδιά.
Η Δήμητρα, βέβαια, το κατάλαβε. Γιατί ο Δημήτρης, μπορεί να ήταν καταξιωμένος φυσικός, με τα κινητά όμως δεν είχε καλή σχέση. Και, τα διαβολικά αυτά μηχανήματα, αν δεν προσέξεις, έχουν την κακή συνήθεια να θυμούνται όχι μόνο τις κλήσεις, αλλά και τα μηνύματα που στέλνουν ή δέχονται. Ιδίως όταν αυτά αρχίζουν με τις λέξεις αγάπη μου και τελειώνουν με τις λέξεις μου λείπεις. Έστω κι αν, ενδιαμέσως, δεν γράφουν, όπως όμως έγραφαν τα μηνύματα της Δέσποινας, λαχταρώ την αγκαλιά σου κι όσο σκέφτομαι πως είσαι μ' εκείνη πονάω, ούτε, όπως έγραφαν τα μηνύματα του Δημήτρη, το γυμνό σου κορμί με τρελαίνει, ούτε τόσες άλλες χυδαιότητες, που, βέβαια, ποτέ δεν θ’ αποτυπωθούν εδώ, κι όσοι ελπίζουν ας μη χαίρονται. Όπως δεν θ' αποτυπωθούν κι οι έρευνες που η Δήμητρα έκανε στο κινητό όταν ο Δημήτρης ήταν στο μπάνιο ή κοιμόταν, ούτε η ίδια η Νόκια να 'ταν, δεν είναι αυτό το θέμα μας, θα πούμε μόνο πως, όποιος φιλοδοξεί να 'χει κινητό, πρέπει να μπορεί και να το προστατεύει, και μαζί και τους ανθρώπους του, αλλιώς ας μείνει με το σταθερό, και πολύ του.
Δεν είπε τίποτε. Και, την επόμενη, ακόμη μια μέρα απεργίας, άντε όμως να βγάλεις άκρη με τις απεργίες των εκπαιδευτικών, δεν πρέπει να κάνεις άλλη δουλειά, έφυγε κανονικά για το σχολείο. Και κατέληξε στο σπίτι ενός συναδέλφου, όχι για να διορθώσουν γραπτά, αλλά για να κάνουν έρωτα, δεν νομίζω όμως κανείς να προτιμά το πρώτο όταν του προσφέρεται το δεύτερο, αφήστε που δεν γνωρίζω και κανένα που να προτιμά το πρώτο έστω και χωρίς το δεύτερο. Συνάδελφος, που, από καιρό, τη φλέρταρε. Και που πέρασε ένα ονειρεμένο πρωινό, χωρίς να υποψιάζεται πως για την καλή του τύχη ευθύνεται η Δέσποινα, καθηγήτρια παρακαλώ κι αυτή, αλλά του πανεπιστημίου, έστω κι αναπληρώτρια, στον έρωτα άλλωστε δεν μετράνε οι τίτλοι, έτσι τουλάχιστον λένε, ας μας επιτρέψετε όμως να 'χουμε τις αμφιβολίες μας.
Για ποιο λόγο οι άντρες, ειδικά οι παντρεμένοι, όταν απατούν το ταίρι τους, σχεδόν ποτέ δεν φαντάζονται ότι μπορεί να συμβαίνει, παράλληλα, και το αντίθετο, δεν ανήκει στις ταπεινές φιλοδοξίες αυτού του χώρου, είναι μάλλον αντικείμενο της επιστήμης, κι όποιος μπορέσει να δώσει πειστική απάντηση θα γίνει πλούσιος και διάσημος. Έτσι κι ο Δημήτρης, γεμάτος τύψεις αλλά μη μπορώντας να κάνει πίσω, κοιμόταν, όποτε μπορούσε, με τη Δέσποινα, κι αρκετές φορές, όταν το βράδυ γυρνούσε σπίτι, έφερνε στην καλή του δώρα, λουλούδια, γλυκά, της μιλούσε, την άκουγε, έγινε πιο τρυφερός, ακόμη και τα πεθερικά του κοίταζε μ’ άλλο ύφος.
Η Δήμητρα, αντίθετα, λες και χρόνια εκπαιδευόταν γι αυτό τον ρόλο, συνέχιζε ατάραχη τη ζωή της. Στην οποία, όμως, είχε προστεθεί ένα άτομο. Και, το σπουδαιότερο, χωρίς αυτή να φταίει. Γιατί, όπως ακράδαντα πίστευε, αφού ο Δημήτρης έκανε την αρχή, είχε πάρει πάνω του κι όλη την ευθύνη. Για ό, τι επακολουθούσε. Στον αιώνα των αιώνων, ούτε το μήλο να 'χε φάει. Τι να γίνει, ας πρόσεχε, τόσο μορφωμένος ήταν άλλωστε, αλλά τι να τα κάνεις τα γράμματα όταν δεν έχεις τσίπα και δέχεσαι να σε ξελογιάζει η πρώτη ξεδιάντροπη τυχούσα, και σε τι ηλικία, ντροπής πράγματα, αυτά σκεφτόταν κι έτρεχε, μέσ' την καλή χαρά, να βρει τον καθηγητή της και να χωθεί στην αγκαλιά του.
Τέλος πάντων, οι θλιβερές αυτές ιστορίες δεν κράτησαν πολύ, ο κλέφτης κι ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, το λέει κι ο λαός, κι εμείς στον λαό ανήκουμε. Ο Δημήτρης γύρισε στην αγκαλιά της Δήμητρας κι η Δήμητρα στην αγκαλιά του Δημήτρη, έγινε κι ο Δημήτρης τακτικός καθηγητής κι όλοι χάρηκαν, τώρα άλλοι θα δούλευαν γι αυτόν. Δεν έγιναν, βέβαια, τα πράγματα έτσι απλά, μέχρι και να χωρίσουν σκέφτηκαν, μάλιστα μερικά βράδια που τους έπνιγε η ρουτίνα το συζήτησαν για ώρα, φανταστείτε ότι έκλεισε κι η τηλεόραση, τόσο σοβαρό ήταν το θέμα. Όμως όχι. Διαζύγιο ποτέ, άλλωστε όλα τα ζευγάρια περνάνε από παρόμοιες φάσεις, είναι και τα παιδιά στη μέση, αν βέβαια δεν είχαν παιδιά κανένα πρόβλημα, θα μπορούσαν ίσως και να χωρίσουν, όμως τώρα δεν το συζητάμε, χρειάζονται κι οι δυο γονείς για την ανατροφή τους, και μάλιστα μέσα στο ίδιο σπίτι, δεν θα το κάνουμε εδώ Σουηδία. Και, μετά από κάθε τέτοια συζήτηση, χαρούμενοι κι ανακουφισμένοι, έβγαιναν βόλτα, χέρι χέρι, έτρωγαν έξω, ξαναθυμόντουσαν τα παλιά, αγκαλιάζονταν με ζέστη.
Κι ήταν λίγο μετά την τελευταία τους συζήτηση όταν ο Δημήτρης ανακοίνωσε στη Δήμητρα ότι θα 'ρχονταν στη χώρα φίλοι του καθηγητές, μαζί κι ο πρύτανης, κι η Δήμητρα του πρότεινε να τους καλέσει σπίτι να τους περιποιηθεί, άλλο τα εστιατόρια κι άλλο το σπιτικό φαΐ, πόσο χάρηκε ο Δημήτρης δεν λέγεται.
Ο Δημήτρης κι η Δήμητρα είναι ακόμη μαζί, κι όλοι υποψιαζόμαστε ότι αυτό δύσκολα θ' αλλάξει. Όπως όμως λεν τα παραμύθια, κι όλοι εδώ τα λατρεύουμε, εκείνοι μπορεί να ζουν καλά, εμείς όμως, δεν φαντάζομαι να 'χει κανείς αντίρρηση, ζούμε καλύτερα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.