
Από την πρώτη στιγμή που, μικρό παιδί, τον γνώρισα στο σχολείο, κατάλαβα πως κάτι σοβαρό τον βασάνιζε. Κι όσο πλησιάζαμε ο ένας τον άλλον και προχωρούσε η φιλία μας, τόσο μου μιλούσε για το πρόβλημά του.
Τι του συνέβαινε; Κάτι που, αν και πολύ προσπάθησα να δεχθώ, μου φάνταζε, τότε, αδιανόητο: Η μαμά του δεν τον αγαπούσε. Και, σε κάθε ευκαιρία, του το ‘δειχνε, όποιος κι αν ήταν μπροστά. Κι όπως μπορούσε. Με λόγια, με πράξεις, με παραλείψεις, με υπαινιγμούς, με σιωπές κι αναστεναγμούς, με το βλέμμα της, τη στάση της, το κορμί της. Την ίδια στιγμή που, αντίθετα, λάτρευε τα δίδυμα. Ό,τι κι αν έκαναν, όσο άδικο κι αν είχαν. Τα δίδυμα ήταν οι μικροί της θεοί. Τόσο που, μερικές φορές θαρρούσες πως, αν της έλεγαν πως τα λατρεμένα της αυτά πλάσματα έκαναν φόνο, θα ‘σκιζε τα ρούχα της για την αθωότητά τους, και, με κάποιο μαγικό τρόπο, θα ‘ριχνε το φταίξιμο στον φίλο μου.
Ο μπαμπάς; Στον κόσμο του. Δικηγόρος, απ' τους πετυχημένους μάλιστα, όλη μέρα μακριά απ’ το σπίτι, αιώνια απασχολημένος, γενικά απών από τα οικογενειακά θέματα. Γύριζε το βράδυ, διάβαζε την εφημερίδα του, έτρωγε, έλεγε δυο τυπικές κουβέντες, έβλεπε τις ειδήσεις και κοιμόταν. Α ναι, και πλήρωνε. Καλά, πολύ καλά, τίποτα δεν τους έλειπε. Τίποτα που να μπορεί να αγοραστεί, τίποτα δηλαδή επουσιώδες.
Είχε κι αυτός τα δίκαιά του. Η ιστορία του, όχι πολύ πρωτότυπη, τουλάχιστον στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Φτωχό παιδί από ορεινό χωριό, μεγάλωσε με τη λαχτάρα να πάει μπροστά. Μοναχοπαίδι, με γονείς τσακισμένους απ' τον εμφύλιο, που, ένα όνειρο είχαν, να τον δουν να προκόβει. Τέλειωσε το δημοτικό πρώτος μαθητής, πήγε στο γυμνάσιο της κοντινής πόλης, διάβαζε όλη μέρα, έζησε με ξεροκόμματα, έδωσε εξετάσεις, πέτυχε στη νομική κι ήρθε στην πρωτεύουσα με λίγες δραχμούλες, φθαρμένα ρούχα, μεγάλες προσδοκίες κι ατέλειωτη φιλοδοξία. Και με κάτι άλλο όχι τόσο ασήμαντο, τη γοητεία του.
Κάποια στιγμή γνώρισε τη μαμά του φίλου μου, εύπορη κοπέλα που, τον καιρό εκείνο, φαινόταν βυθισμένη σ' ανεξιχνίαστα προβλήματα, ποτέ δεν κατάλαβε ποια, τι σημασία όμως είχε, άλλωστε, στ' άγρια εκείνα χρόνια της επιβίωσης η κατάθλιψη δεν είχε ακόμη εφευρεθεί, κι αν πάντως είχε αυτός το αγνοούσε.
Τον ερωτεύτηκε, έτσι τουλάχιστον έδειχνε, είπαμε, ήταν όμορφο παλικάρι, δεν αναρωτήθηκε γιατί, του πρόσφερε πρόθυμα το κορμί της, κάπως πολύ πρόθυμα μάλιστα. Δεν άργησε να μείνει έγκυος, ο γάμος ήταν η μόνη λύση, ούτε κατάλαβε πότε έγινε πατέρας, λίγο γρήγορα του φάνηκε, διάβαζε όμως για πτυχίο, το μόνο που μετρούσε ήταν τα μαθήματα. Γεννήθηκε ο φίλος μου, ο μπαμπάς έγινε δικηγόρος κι ο πεθερός του, δικηγόρος κι αυτός, τον πήρε στο γραφείο, τους νοίκιασε σπίτι, τους έτρεφε, τους προστάτευε. Μέχρις ότου κι αυτός, σκυλί μονάχο και περήφανο, δούλεψε σκληρά, πέτυχε, ανέβηκε, πλούτισε.
Σε έξι χρόνια η οικογένεια μεγάλωσε, προστέθηκαν τα δίδυμα, ήδη έμενε μαζί κι η ανύπαντρη αδελφή της μαμάς. Περίεργη και σιωπηλή γυναίκα, χαμένη στον κόσμο της. Που, μετά από έναν άτυχο έρωτα και μιαν απόπειρα αυτοκτονίας, κατέφυγε στο σπίτι του φίλου μου για να περάσει εκεί λίγους μήνες με την αγαπημένη της αδελφή και κόλλησε. Για πάντα.
Ο καιρός περνούσε, τα παιδιά μεγάλωναν, μαζί κι η περιουσία, αγοράστηκε καινούργιο σπίτι, μονοκατοικία με κήπο, ήρθαν μοντέρνα έπιπλα, ακριβές συσκευές, πολυτελές αυτοκίνητο, ωραία πράγματα, τα βλέπαμε και τα θαυμάζαμε, την αγάπη όμως της μαμάς ο φίλος μου δεν τη βρήκε. Κλείστηκε στον εαυτό του, στο δωμάτιό του, στους ελάχιστους φίλους του, στις μουσικές του, στον πόνο του, στη βουβή του αξιοπρέπεια. Με τον μπαμπά είχε, όπως κι η υπόλοιπη οικογένεια, τυπικές σχέσεις, με τα δίδυμα καμία επαφή, ήταν μεγάλη κι η διαφορά ηλικίας, κι η μαμά, αχ η μαμά, το μόνο άτομο που τον ενδιέφερε στον κόσμο, συνέχιζε να τον πληγώνει. Με χίλιους τρόπους, παλιούς και καινούργιους, βασανιστής αφιερωμένος σ’ ένα μόνο θύμα. Και να επαινεί τα δίδυμα.
Έμενε η φουκαριάρα η θεία. Τον συμπονούσε, χαζή δεν ήταν, πολλά έβλεπε και λίγα έλεγε, δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτε, όταν κάποτε προσπάθησε ν’ ανοίξει τα φτερά της τσακίστηκε στα βράχια, κι από τότε πέταξε λευκή πετσέτα, παραιτήθηκε, είχε, από τη μεριά της, τελειώσει τη ζωή της, απλά περίμενε καρτερικά να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, να της το πουν κι επίσημα.
Ο φίλος μου πήγε πανεπιστήμιο, στρατό, εξωτερικό, έκανε λαμπρές σπουδές, γύρισε πίσω, βρήκε δουλειά, το πρόβλημα όμως με τη μαμά δεν ξεπεράστηκε. Συνδέθηκε με κοπέλες, προσπάθησε να ζήσει φυσιολογικά, αγωνίστηκε, καμιά σχέση όμως δεν άντεξε, και πώς θα μπορούσε όταν το φάντασμα της μαμάς σκίαζε κάθε του σχέση, μέχρι που συνάντησε εκείνη. Την απλή, σιωπηλή, υπομονετική, στοργική, τρυφερή γυναίκα. Που μπορούσε να τον ακούει για ώρες, μέρες και μήνες να μιλάει για το πρόβλημά του, και να μην τον διακόπτει. Να μην ενοχλείται, να τον κοιτάει στα μάτια, να τον παρηγορεί. Και να του προσφέρει ό,τι ζητάει. Να του δίνει τα αυτιά της, το κορμί της, τον χρόνο της, την κατανόησή της. Όλο το 24ωρο, όλους τους μήνες, όλα τα χρόνια, χωρίς έστω ένα παράπονο. Είπαμε, χώρος γι άλλα παράπονα δεν υπήρχε, είχε όλος καταληφθεί, και, το χειρότερο, άγνωστο για πόσο.
Παντρεύτηκαν, άνοιξαν σπίτι, άρχισαν κοινή ζωή. Σύντομα μεταμορφώθηκε εκείνη σε μαμά του. Τον τάιζε, τον έντυνε, τον έγδυνε, τον έβαζε για ύπνο, του αγόραζε ό,τι ήθελε, του έκανε όλα τα χατίρια. Έρωτα έκαναν αραιά και που, ίσως και ποτέ, η σχέση τους άλλωστε δεν είχε στηριχθεί σ’ αυτό, και πώς να επιθυμήσεις τη μαμά σου, μια φορά έγινε αυτό στην αρχαιότητα κι είδατε τις συνέπειες. Κι όταν έπεφταν στο κρεβάτι, τον έσφιγγε πάνω της, τον χάιδευε, τον ηρεμούσε, τον νανούριζε, τον κοίμιζε, κι αυτός ένιωθε προστατευμένος, χωμένος όχι στο στήθος της γυναίκας του αλλά στο στήθος της μαμάς.
Για παιδιά βέβαια δεν υπήρχε χώρος, αστεία πράγματα, ο φίλος μου, είπαμε, έκανε για όλα τα παιδιά του κόσμου.
Άλλες γυναίκες στη ζωή του; Ούτε κατά διάνοια, όσες αποπειράθηκαν να τον κοιτάξουν κάπως διαφορετικά είδαν το κενό στα μάτια του κι έφυγαν φοβισμένες.
Κάποια μέρα ο μπαμπάς πέθανε. Έγινε η κηδεία, κανονίστηκαν τα κληρονομικά, κανένας δεν έδειχνε να στενοχωριέται, η μαμά μάλιστα δεν έκρυβε την ανακούφισή της, από πολλά χρόνια της ήταν βάρος, απλά τον ανεχόταν και, καρτερικά, περίμενε την επόμενη μέρα. Ο φίλος μου γέμισε ελπίδες, προσπάθησε να την πλησιάσει. Μάταιος κόπος, κάποτε το κατάλαβε κι απομακρύνθηκε σα δαρμένο σκυλί. Καλά που υπήρχε κι η γυναίκα του, έγλυψε τις πληγές του μπροστά της, τις έγλυψε κι αυτή, η σχέση τους ζεστάθηκε πάλι.
Πέρασε ο καιρός, πέθανε κι η μαμά. Όχι όμως πριν προφτάσει να κάνει διαθήκη. Με την οποία όλη η περιουσία πέρασε στα δίδυμα.
Δεν πήγε στα δικαστήρια, δεν χρειαζόταν λεφτά, αυτό που του έλειπε δεν θα του το ‘δινε κανένας δικαστής. Ξανατρύπωσε στη φωλιά του, από το σπίτι έβγαινε μαύρος καπνός, ακόμη και στη δουλειά του πήγαινε με μεγάλη προσπάθεια.
Σε λίγο αρρώστησε κι η θεία, βαριά, οι γιατροί δεν της έδιναν καμιά ελπίδα. Συνήθιζε να την επισκέπτεται στο νοσοκομείο, μετά από το γραφείο, τα δίδυμα ευτυχώς ούτε που ενδιαφέρθηκαν, καθόταν δίπλα της, δεν μιλούσαν, η θεία βυθισμένη σε κώμα κι αυτός στις σκέψεις του, στιγμές στιγμές έδειχναν τόσο ταιριασμένο ζευγάρι.
Ξαφνικά, ένα βράδυ, ζωντάνεψε και ζήτησε να του μιλήσει, τον παρακάλεσε μόνο να σκύψει γιατί δεν της έβγαινε η φωνή. Κι εκεί, εμβρόντητος, άκουσε το φοβερό μυστικό, που μια ζωή ήταν τόσο καλά φυλαγμένο.
Η μαμά, λίγο πριν παντρευτεί, είχε ερωτευτεί. Τρελά. Έναν ξένο γόη, διπλωμάτη κάποιας μεγάλης χώρας, πού να θυμάται η θεία ποιας, μήπως έμαθε ποτέ γεωγραφία;. Που τον είχε γνωρίσει σε κάποιο χορό. Σε λίγες μέρες την πήγε σπίτι του, έκαναν έρωτα, ξαναπήγαν, ξανάκαναν, η μαμά έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Το ίδιο κι ο διπλωμάτης. Που θα την έκανε γυναίκα του, θα την έπαιρνε στο εξωτερικό, θα τη λάτρευε όλη μέρα, θα την προσκυνούσε όλη νύχτα.
Ο παράδεισος κράτησε λίγους μήνες. Συναντιόντουσαν κρυφά, τις ώρες που η μαμά πήγαινε γαλλικά, εκεί κοντά έτυχε να μένει, τι τύχη, κι ο διπλωμάτης. Σ’ ένα διαμέρισμα βέβαια πολύ μικρό, με ελάχιστα έπιπλα, βιβλία, αντικείμενα και ίχνη ζωής, πού να προσέξει όμως η μαμά τέτοιες λεπτομέρειες, δεν είναι αυτά για ένα κορίτσι ούτε είκοσι χρόνων που ζει τον πρώτο της έρωτα. Και πού να προσέξει γενικώς. Με αποτέλεσμα να μείνει έγκυος.
Το είπε στον διπλωμάτη. Αυτός, πανικοβλημένος, την πήγε σε δικό του γιατρό. Ο γιατρός απέκλεισε την έκτρωση, υπήρχε κάποιο πρόβλημα υγείας, ούτε αυτό το θυμάται η θεία. Ο διπλωμάτης, με τη σειρά του, απέκλεισε τον γάμο. Γιατί, τώρα μόλις βρήκε τον χρόνο να το πει, ήταν ήδη παντρεμένος. Και πολύ μάλιστα, με δυο παιδιά. Άσε που, μα, πώς το 'χε ξεχάσει, είχε έρθει κι η μετάθεσή του, σε λίγες μέρες έφευγε απ' τη χώρα, πώς ήταν δυνατόν ν' αρνηθεί, η πατρίδα πάνω απ’ όλα, έπρεπε να σφίξει την καρδιά της και να δείξει κατανόηση. Οι γονείς, που αναγκαστικά το έμαθαν, μόλις συνήλθαν απέκλεισαν κι αυτοί, με τη σειρά τους, την πιθανότητα να γίνουν παππούδες μπάσταρδου. Το πλήρες αδιέξοδο. Μέχρι τη στιγμή που. ως από μηχανής θεός, εμφανίστηκε ο μπαμπάς. Των δίδυμων όμως. Όχι του φίλου μου.
Από τη στιγμή εκείνη η μαμά, που άλλον είχε ερωτευτεί κι άλλον αναγκάστηκε να πάρει, μίσησε τον διπλωμάτη. Μ’ όλη της την ψυχή. Και, μια που αυτός είχε κάνει φτερά, έστρεψε την αντιπάθειά της στο παιδί τους. Που, αν μπορούσε, θα του το ‘στελνε έξω, να το 'χει να το χαίρεται. Μαζί με τα δικά του, τα νόμιμα. Τα σωστά, τα καθαγιασμένα.
Αυτά είπε η θεία, και την άλλη μέρα πήγε να συναντήσει την αδελφή της.
Κι ο φίλος μου; Πώς το δέχθηκε; Μετά τις πρώτες μέρες, όταν άρχισε να συνέρχεται;
Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, για πρώτη φορά ένιωσε ήρεμος. Γαλήνιος, λυτρωμένος. Λες κι η μαμά, από τον τάφο της, τον αγάπησε αναδρομικά, με τον πιο όμορφο τρόπο. Δεν είπε τίποτε στη γυναίκα του. Γύρισε στη δουλειά του, κλείστηκε πιο πολύ στον εαυτό του. Ώσπου, μια μέρα, μεταμορφώθηκε. Το κουκούλι που τόσα χρόνια τον έπνιγε σκίστηκε. Και ξανάγινε άνθρωπος. Κανονικός. Άρχισε να μιλάει, να σχετίζεται με ανθρώπους. Είδε πως γύρω του υπήρχαν γυναίκες. Όμορφες, επιθυμητές, ανεξερεύνητες, άξιες ν’ αγαπηθούν. Άρχισε να έχει σχέσεις, να κάνει έρωτα, να χαίρεται. Και, μια μέρα, ενώ η γυναίκα του προσπαθούσε, όπως πάντα, να τον νταντέψει, της ζήτησε να χωρίσουν.
Εκείνη τρελάθηκε, έκλαψε, χτυπήθηκε, για πρώτη φορά αντέδρασε φυσιολογικά, ανθρώπινα. Μάταια, ήταν πολύ αργά, τα ζάρια είχαν ριχτεί, η ιστορία είχε γυρίσει σελίδα. Ο φίλος μου έφυγε από το σπίτι, νοίκιασε ένα διαμέρισμα, πήγε σε δικηγόρο, κάποτε βγήκε το διαζύγιο, ήταν, επιτέλους, ελεύθερος.
Και, λίγο καιρό μετά, σήκωσε το ακουστικό, μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να βγούμε, να του αφιερώσω ένα βράδυ, είχε τόσα να μου πει.
Αιφνιδιάστηκα, χρόνια είχαμε να ιδωθούμε, είχα τραβήξει κι εγώ τον δρόμο μου, οι πορείες μας είχαν πάψει να διασταυρώνονται. Κατάλαβα ότι το ήθελε πολύ, δέχθηκα, η ταβερνούλα που με πήγε ήταν όμορφη, απλή και ταπεινή, ήξερε ότι μόνον αυτές μου άρεσαν.
Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα όταν σταμάτησε, για πρώτη φορά, να μιλάει. Με κοίταξε στα μάτια και ζήτησε τη γνώμη μου.
Ένιωσα αμήχανα, παράγγειλα ένα ακόμη μπουκάλι κρασί. Μπροστά σε τέτοια κατάθεση ψυχής μόνον η σιωπή έχει νόημα, άλλωστε, μετά από τόσο καιρό δεν ένιωθα πολύ άνετα. Τράβηξα τη ματιά μου, και τότε πρόσεξα τη γατούλα που, ώρα στα πόδια μου, ζητούσε λίγο φαγάκι. 'Οπου να ‘ναι θα γεννούσε, η κοιλιά της ήταν τόσο φουσκωμένη, ίσως να ‘κανε και δίδυμα ή τρίδυμα ή ποιος ξέρει πόσα, κι ας ήταν μικρή, πρέπει να ‘ταν η πρώτη της γέννα.
Την κοίταξα, της έδωσα κάτι και, βλέποντάς την να τρώει με την ηδονή ζωγραφισμένη στο μουτράκι της, σκέφτηκα πόσο να την απασχολεί ο πατέρας των παιδιών της, κι αν, αύριο, θα τα αγαπήσει, θα τα προστατέψει, θα πεινάσει γι αυτά και θα 'ναι έτοιμη να δώσει και τη ζωή της ή όχι, ανάλογα με τα δράματα που παίχτηκαν γύρω της, πάνω της και μέσα της μέχρι να μείνει έγκυος. Μου ‘ρθε να γελάσω, μαζί και να κλάψω. Ο αγαπημένος μου Pessoa πέρασε πάλι από τη σκέψη μου: «Ο άνθρωπος δεν ξέρει περισσότερα από τα άλλα ζώα. Ξέρει λιγότερα. Αυτά ξέρουν ό,τι χρειάζεται να ξέρουν. Εμείς όχι».
Ο φίλος μου επέμεινε, ήμουνα, είπε, ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να εμπιστευτεί, μπορεί να 'χε χρόνια να με δει αλλά τα παιδιά δεν λαθεύουν στις εκτιμήσεις τους, κι η παιδική μας φιλία τον είχε πείσει για τον χαρακτήρα μου.
Μίλησα λίγο, διάλεξα μια μια τις λέξεις. Για το πεδίο μάχης που μου αποκάλυψε. Τη σφαγή που έγινε, τα πτώματα, την αιματοχυσία. Αθώα, ένοχα, λιγότερο αθώα, λιγότερο ένοχα, όλα θύματα του πεπρωμένου τους, τι νόημα άλλωστε έχει ο καταλογισμός ευθυνών, όταν τα χρέη έχουν πληρωθεί κι οι άνθρωποι έχουν γίνει σκιές. Για τις οικογένειες που έχω γνωρίσει, για τα ανομολόγητα μυστικά που κρύβουν. Για τα δράματα που παίζονται μέσα στα σπίτια, για τις ψυχές που μαρκάρονται με πυρωμένο σίδερο στην πιο ευαίσθητη στιγμή της ζωής τους, όταν είναι τόσο ευάλωτες. Και για τις πιο αδύναμες απ' αυτές, που, αργότερα, αντί να μεταλλάξουν τον πόνο τους σε αγάπη, εκδικούνται πάνω σε αθώους, σαν τον χορό που ξαναρχίζει μόλις πάει να τελειώσει, έτσι ώστε να συνεχιστεί ο κύκλος της φρίκης.
Τα είχε σκεφτεί κι ο ίδιος αυτά, συμφώνησε, ήθελε όμως να μάθει γιατί, κατά τη γνώμη μου, μόλις τα αίτια της δυστυχίας του αποκαλύφθηκαν γαλήνεψε, μαλάκωσε, συμφιλιώθηκε, αγάπησε τη μαμά, ανακάλυψε τη ζωή. Τον κοίταξα, σκέφτηκα να του πω ότι δεν ήμουν καθόλου σίγουρος πως η μπόρα είχε περάσει και πως, ασφαλώς κι ανησυχούσα για την επόμενη μέρα, δεν περνάνε εύκολα αυτά, μπορεί να κρύβονται σε τίποτα βαθιές σπηλιές για λίγο αλλά πολλές φορές επανέρχονται και ζητούν πάλι να τραφούν με πόνο, ήπια μια γουλιά, το έπνιξα.
Κοίτα, κατάφερα τελικά ν’ απαντήσω. Αν και δεν είμαι ειδικός, πιστεύω πως, τόσα χρόνια, εκείνο που σε βασάνιζε δεν ήταν τόσο η αδικία που σου γινόταν, αλλ' η έλλειψη κάθε αιτίας γι αυτήν. Ήταν το γιατί που δεν έβρισκες και που σε τρέλαινε, μιαν εξήγηση μόνο ζητούσες, όσο σκληρή κι αν ήταν, για να μπορέσεις ν’ αντέξεις αυτά που σου συνέβαιναν, κι ακόμη τόσα. Κατάδικος χωρίς να έχεις δικασθεί, χωρίς καν να σου έχει απαγγελθεί κατηγορία, αυτό πρέπει να πονάει πολύ, ακόμη και στις πιο στημένες δίκες της ιστορίας άλλωστε ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα ν’ ακούσει το κατηγορητήριο και ν’ απαντήσει, κι ας ήξεραν όλοι, από πριν, την ετυμηγορία.
Και, βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω, για χρόνια νιώθοντας σαν τους ομηρικούς ήρωες, που δεν ησύχαζαν αν δεν απέδιδαν ταφικές τιμές στους νεκρούς συναγωνιστές τους, λυτρώθηκες όταν, μια στιγμή πριν από το πλήρωμα του χρόνου, η θεία αποφάσισε να δικαιώσει επιτέλους την άδεια ύπαρξή της και να μην πάρει την αλήθεια μαζί της. Κι έτσι μπόρεσες, επιτέλους, να θάψεις, όπως τους έπρεπε, τους νεκρούς σου, ένιωσες τις ψυχούλες τους να ηρεμούν, γαλήνεψες κι εσύ, είχε πια ξημερώσει στη ζωή σου, βγήκε ο ήλιος κι έδιωξε το σκοτάδι. Και, μαζί βέβαια και τη σύζυγο-μαμά, ο ρόλος της είχε πια τελειώσει, το μόνο που της απέμενε ήταν να κατέβει απ' τη σκηνή, άλλοι θα συνέχιζαν, τι κι αν δεν ήθελε, την έκβαση του έργου την καθορίζει ο σκηνοθέτης κι όχι ο ηθοποιός, αν είναι δυνατόν ...
Τον ένιωσα ανακουφισμένο, φαινόταν σα να 'χει βγάλει από μέσα του μεγάλο βάρος, χάρηκα. Μιλήσαμε λίγο ακόμη, κάποια στιγμή, σηκωθήκαμε να φύγουμε. Βγήκαμε έξω, η γατούλα είχε χαθεί, ένα μεγάλο φεγγάρι έλαμπε. Κι όλες οι σκιές διαλύθηκαν.