
Η σχέση τους κρατούσε χρόνια. Με διακυμάνσεις. Ποτέ όμως η φωτιά δεν έσβησε, αντίθετα κάθε τόσο φούντωνε. Αν και τα λόγια σπάνιζαν, κυρίως απ' τη μεριά του. Όχι γιατί του ήταν αδιάφορη, κάθε άλλο. Υπήρχε όμως η άλλη σχέση, η επίσημη, η νόμιμη, κι ο χώρος που περίσσευε δεν ήταν πολύς. Εκείνη πάλι, χωρίς τέτοιες δεσμεύσεις, δεν παρέλειπε, κατά καιρούς, να δοκιμάζει την τύχη της με άλλους άντρες. Όποτε όμως βλέπονταν, ήξεραν πού θα καταλήξουν. Όμορφα, γλυκά, απελπισμένα. Και μετά συνέχιζαν τη ζωή τους. Χωριστά.
Τώρα, πώς είχαν καταφέρει να ελέγξουν τη ζήλια, εκείνοι ήξεραν. Απ' τη μεριά του, αποφεύγοντας, στον λίγο χρόνο που τους είχε δοθεί, τις προσωπικές ερωτήσεις, μη δείχνοντας (φανερά) κανένα ενδιαφέρον για τις αγάπες της, τις χαμηλές της πτήσεις, τις περιπλανήσεις της. Το ίδιο κι εκείνη, αν και με λιγότερη επιτυχία. Ένα μόνο την ενοχλούσε πολύ. Η φωτογραφία της άλλης. Γι αυτό κι εκείνος φρόντιζε να την κρύβει. Η πρόκληση άσκοπου πόνου είναι μεγάλη αμαρτία, το πίστευε βαθιά.
Μια μέρα, γυμνή στην αγκαλιά του, άφησε μια φράση να πέσει απ' τα όμορφα χείλη της: ξέρεις, μου 'χεις κάνεις μεγάλο κακό, είναι τόσο ωραία μαζί σου που δεν μπορώ να μείνω με κανέναν, έχω προσπαθήσει τόσο, αλλά τους συγκρίνω όλους με σένα και τους απορρίπτω.
Αγχώθηκε, την ήξερε καλά, μιλούσε ελάχιστα, ειδικά τέτοιες στιγμές. Προτιμούσε να κλείνει τα μάτια της, να αισθάνεται, να ταξιδεύει, να δίνει και να δέχεται ηδονή. Όμως κολακεύτηκε. Φυσικό ήταν, άντρας γαρ, δεν ακούς τέτοιες δηλώσεις κάθε μέρα. Και την αγάπησε περισσότερο. Κάθε φορά όμως για 2 ώρες το πολύ. Μετά η αληθινή ζωή τον περίμενε. Κι η δική της ομοίως.
Το καλοκαίρι χάθηκαν. Ο καθένας με την παρέα του. Μόνο ένα μήνυμα του 'στειλε, ρωτώντας τον αν ξέχασε ό,τι άφησε πίσω του (η έκφραση, είπαμε, δεν ήταν το δυνατό της σημείο).
Ξαναειδωθήκαν. Κάτι όμως είχε αλλάξει. Την πρώτη φορά αυτός δεν έδωσε σημασία, βιαζόταν, η δουλειά δεν μπορούσε να περιμένει. Τη δεύτερη κατάλαβε πως η έκφρασή της δεν ήταν φυσιολογική, σα να πονούσε. Συμβαίνει τίποτε; ρώτησε. Ναι, είπε, κοιτώντας αλλού, δεν νιώθω πολύ καλά. Τι, πες μου, μήπως είσαι έγκυος; (πώς τούρθε να ρωτήσει, τι φαντασία Θεέ μου). Ναι, απάντησε απλά. Γύρισε και την κοίταξε. Ο κόσμος άρχισε να γυρίζει. Τον αγαπάς; Ναι, ψιθύρισε μετά από λίγη ώρα, που του φάνηκε αιώνας. Δηλαδή είσαι ερωτευμένη; Μάλλον. Θα τον παντρευτείς; (κι αυτό πάλι, τι το ρώτησε, σε 1 λεπτό πώς γκρέμισε ό,τι χρόνια έχτιζε). Το σκεφτόμαστε, είπε.
Τέλειωσε τον καφέ, έφυγε. Με μαύρη την ψυχή. Κι από τότε τη σκέφτεται. Συνεχώς. Όσο ποτέ άλλοτε. Αυτός, που πάντα της έλεγε να φύγει μακριά του, να βρει άλλον, άλλους, άλλες, ο,τιδήποτε. Που της είχε καταστήσει σαφές, με χίλιους τρόπους, ότι η βασική του σχέση ήταν αδιαπραγμάτευτη. Και που μια ζωή αγχωνόταν μήπως κι εκείνη μείνει έγκυος απ' αυτόν. Ε λοιπόν εισακούστηκε. Το παιδί είναι αλλουνού, τα πράγματα θα τραβήξουν το δρόμο τους, η φθορά πια δεν θα τον αφορά, πώς να τα εξηγήσει όμως όλ' αυτά στο κορμί του που την αποζητά και στην ψυχή του που, τώρα πια, ξεχειλίζει απ' την ύπαρξή της ...
Μόνο μετά από καιρό δέχθηκε να σκεφτεί ήρεμα, να συζητήσει με τον εαυτό του, να συμφιλιωθεί με την οριστική απώλεια. Ξαναθυμήθηκε το παρελθόν του, τις γυναίκες που μπήκαν και βγήκαν στη ζωή του, τον λογαριασμό που πάντα ερχόταν στο τέλος, το τίμημα που, τις περισσότερες φορές, ήταν υπερβολικό. Γιατί τώρα ήταν διαφορετικά; Μα, ίσως γιατί αυτή τη φορά, έφτασε πολύ κοντά στην ύβρη, δάγκωσε λίγο απ' το μήλο της Εδέμ, ενεργοποίησε τους μηχανισμούς της πτώσης. Και γιατί, αν ο ανέγγιχτος απ' την καθημερινότητα έρωτας είναι τόσο ηδονικός όταν βιώνεται, ξέρει να 'ναι κι αφόρητα σπαραχτικός όταν χάνεται.